Ιουλιος 2021
Η απόσταση από τα αλατωρυχεία της Salina Turda (Ρουμανία) μέχρι τη Βουδαπέστη, ήταν από τις μεγαλύτερες, που κάναμε σε μια μέρα, στο ταξίδι αυτό (350 χλμ. περίπου). Αναλογιζόμενοι, πώς κάναμε αυτή την υπέρβαση, καταλήξαμε, ότι την κάναμε συνειδητά και αν σχεδιάζαμε εκ νέου το ταξίδι, πάλι την ίδια απόφαση θα παίρναμε. Κι αυτό γιατί, τα αλατωρυχεία ήταν από τα πιο εντυπωσιακά αξιοθέατα που είδαμε και η διαμονή και περιήγηση στο Μπρασόβ, ήταν υπέροχη. Οπότε άξιζε τον κόπο, να οδηγήσουμε λίγο παραπάνω, για να ζήσουμε αυτές τις εμπειρίες.
Στα σύνορα με την Ουγγαρία μας έκαναν τον πρώτο ουσιαστικό έλεγχο. Μας ρώτησαν αν έχουμε πιστοποιητικό εμβολιασμού, αλλά δεν έδωσαν μεγάλη σημασία, όταν τους το δείξαμε, μας ζήτησαν για πρώτη φορά τα χαρτιά του αυτοκινήτου και την πράσινη κάρτα, έλεγξαν τις ταυτότητές μας και μας ζήτησαν ν ανοίξουμε το πορτ μπαγκάζ, αλλά απλά κοίταξαν μέσα.
Μεγάλη εντύπωση τους έκανε το αυτοκίνητο (Nissan Micra ’10), που το κοίταζαν καλά καλά, ειδικά όταν διαπίστωσαν ότι ταξιδέψαμε μ αυτό από την Ελλάδα!
Το βινιέτι για την Ουγγαρία, διάρκειας 7 ημερών, κόστισε 15,90 ευρώ. Πολύ ακριβό σε σχέση με των προηγούμενων χωρών που περάσαμε, αλλά σας υπενθυμίζω, ότι για να πάμε από την Αθήνα στην Ηγουμενίτσα θέλουμε 42,5 ευρώ διόδια!
Η πρώτη επαφή με την Ουγγαρία μας δημιούργησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Η εθνική οδός ήταν σύγχρονη, σε άριστη κατάσταση και με πάνω από 2 λωρίδες κυκλοφορίας, ανάλογα την περιοχή. Η εθνική οδός, σε κάποια σημεία ήταν κλειστή, είχε παραπετάσματα δεξιά και αριστερά και δεν μπορούσες να δεις το τοπίο. Αυτό όμως για μικρές αποστάσεις και σε δυο τρία σημεία.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν σε ένα πάρκινγκ στην εθνική οδό, που είχε μόνο τουαλέτες, ήταν ένα μηχάνημα για το πλύσιμο των χεριών. Πάνω από το νιπτήρα υπήρχε ένα κουτί, με οδηγίες (που δεν μπορούσαν να διαβάσω, γιατί δεν φορούσα τα γυαλιά μου, αλλά έβλεπα τις εικόνες), οι οποίες, ουσιαστικά έλεγαν να μην τραβήξεις τα χέρια σου πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία και ότι λειτουργεί με φωτοκύτταρο. Κρατώντας λοιπόν τα χέρια σου κάτω από το φωτοκύτταρο, το μηχάνημα, έριχνε αρχικά λίγο νερό, σταματούσε, έριχνε μια δόση υγρού σαπουνιού, σου άφηνε λίγα δευτερόλεπτα να σαπουνίσεις τα χέρια σου και μετά έριχνε πάλι νερό για να τα ξεπλύνεις. Τέλος, αφού σταματούσε το νερό, έβγαζε ζεστό αέρα για να στεγνώσεις τα χέρια σου! Εντυπωσιακό!
Η Ουγγαρία είναι επίσης μια απέραντη πεδιάδα, κάτι που όταν έχεις να διανύσεις μεγάλη απόσταση γίνεται κουραστικό και κάποιες στιγμές απελπιστικό. Νοιώθαμε ότι ενώ κάναμε χιλιόμετρα, δεν πλησιάζαμε ποτέ τον προορισμό μας, που ήταν η Βουδαπέστη.
Η διάθεσή μας άλλαξε όταν είδαμε τον ήλιο να ακουμπάει κυριολεκτικά στο έδαφος καθώς βασίλευε. Ο ουρανός είχε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και ήταν σαν να είχε πάρει φωτιά! Λίγα λεπτά αργότερα μπήκαμε στην πόλη.
Η πρώτες εικόνες από την πόλη της Βουδαπέστης είναι μιας επιβλητικής μεγαλούπολης. Ογκώδη κτήρια, μεγάλοι δρόμοι, εμπορικά πάρκα, αλλά πάντα αρκετοί χώροι πράσινου και δέντρα παντού! Μπήκαμε από τη διάσημη λεωφόρο Αντράσυ και η πρώτη μας επαφή με την πόλη ήταν το υπέροχο πάρκο Városliget και η πλατεία Ηρώων, από την πίσω μεριά. Ακόμα δεν ξέραμε τι βλέπαμε. Το διαπιστώσαμε όταν κοιτούσαμε τα βίντεο, στο σπίτι, μετά την επιστροφή μας!
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο λίγο πριν τις 8 το βράδυ, για να διαπιστώσουμε με απογοήτευση ότι δεν είχε δικό του πάρκινγκ και για να παρκάρουμε έπρεπε να πληρώνουμε 20 ευρώ την ημέρα, σε ένα διπλανό, συνεργαζόμενο πάρκινγκ. Το δωμάτιο μας κόστιζε 38 ευρώ τη βραδιά με πρωινό, οπότε τα 20 ευρώ για το παρκάρισμα ήταν μάλλον υπερβολή και δεν πρόσφεραν καν πρωινό :).
Τελικά το πρόβλημα λύθηκε με τη βοήθεια της τύχης. Ήταν Παρασκευή και από τις 8 το βράδυ, μέχρι τις 8 το πρωί της Δευτέρας (που έτσι κι αλλιώς θα φεύγαμε), επιτρεπόταν παντού το παρκάρισμα, χωρίς χρέωση. Οπότε παρκάραμε ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο, μάλιστα βλέπαμε το αυτοκίνητο από την τραπεζαρία, όπου παίρναμε το πρωινό και όλα τακτοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο.
Αφού λοιπόν παρκάραμε και ανεβήκαμε στον 8ο όροφο του ξενοδοχείου, απ όπου είχαμε μια υπέροχη θέα, ξεκινήσαμε βράδυ πια, την πρώτη μας βόλτα στην πόλη.
Η Βουδαπέστη αποτελείται από δυο πόλεις, τη Βούδα και την Πέστη που βρίσκονται εκατέρωθεν του Δούναβη και ενοποιήθηκαν το 1873. Εμείς μέναμε στην Πέστη, που είναι πιο σύγχρονη και πιο ζωηρή, ενώ η Βούδα είναι πιο γραφική και ήσυχη.
Η πρώτη μας επίσκεψη ήταν στην Εβραϊκή συνοικία και τα ruin bars, μπαράκια δηλαδή στα ερείπια. Σε διάφορα ερειπωμένα κτήρια, έχουν ανοίξει μπαρ και φαγάδικα τύπου καντίνας και είναι γεμάτα κόσμο. Νεολαία κατά κύριο λόγο, αλλά και μεγαλύτερες ηλικίες και φυσικά τουρίστες, είναι οι θαμώνες των μαγαζιών αυτών. Εδώ στο Karavan, δοκιμάσαμε τα λάνγκος, που είναι παραδοσιακή ουγγρική πίτσα με τηγανιτό ψωμί. Σερβίρεται ανοιχτό (που είναι και το κλασικό) ή κλειστό, σαν τα δικά μας τυλιχτά σουβλάκια. Το παραδοσιακό έχει επάνω sour cream και τριμμένο τυρί, ή λουκάνικα και χοιρινό, αλλά πια υπάρχουν κι άλλες εναλλακτικές. Εμείς δοκιμάσαμε το κλειστό με χοιρινό ο ένας και με κοτόπουλο ο άλλος. Ήταν κάπως διαφορετικό από αυτά που έχουμε συνηθίσει και κάπως πιο βαρύ, αλλά αρκετά νόστιμο και χορταστικό. Φυσικά το συνοδέψαμε με τοπική μπύρα.
Πολύ κοντά βρίσκεται το Szimpla Kert, ένα ruin bar (romkocsma), από τα πιο γνωστά της πόλης, με εναλλακτική διακόσμηση και μπανιέρες ή μηχανάκια αντί για καθίσματα, που εκτείνεται με δαιδαλώδη τρόπο, σε αρκετούς χώρους, που ήταν ανεξάρτητες κατοικίες και ενοποιήθηκαν για αυτή τη χρήση. Το επισκεφτήκαμε, αλλά δεν καθίσαμε, γιατί είχε πολύ κόσμο και θέλαμε να δούμε λίγο την πόλη πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο.
Μετά την επίσκεψη αυτή, ξεκινήσαμε τη βόλτα μας στην παλιά πόλη της Πέστη και είδαμε τη Συναγωγή Dohany Street. Αυτή είναι η μεγαλύτερη συναγωγή στην Ευρώπη και είναι αρκετά εντυπωσιακή. Κινηθήκαμε λίγο στους δρόμους της πόλης και απολαύσαμε τη φασαρία του κόσμου που διασκεδάζει την παρασκευή το βράδυ, παρατηρήσαμε την κίνηση και νιώσαμε να γινόμαστε μέρος της.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με ένα πολύ καλό πρωινό, αφού απολαύσαμε τη θέα από ψηλά. Έχοντας τακτοποιήσει το αυτοκίνητο, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα ΜΜΜ και ιδιαίτερα το μετρό, το οποίο είναι κουκλίστικο, με μικρούς σταθμούς, στους οποίους μπαίνεις κατευθείαν στις γραμμές, κατεβαίνοντας λίγα σκαλιά. Ακόμα και οι μεταλλικές κοιλοδοκοί, έχουν διακοσμηθεί με σκαλιστά κεφαλοκόλωνα! Οι συρμοί είναι επίσης πολύ μικροί και χαριτωμένοι με δυο-τρία βαγόνια το πολύ. Το εισιτήριο στοιχίζει περίπου 90 λεπτά του ευρώ και ισχύει για μία διαδρομή. Μπορείς να βγάλεις δεκάδα και να κερδίσεις ένα εισιτήριο.
Ο σταθμός που κατεβήκαμε ήταν στην Πλατεία Vorosmarty, την κεντρικότερη και πλήρως πεζοδρομημένη πλατεία της πόλης, γεμάτη αγάλματα, καταστήματα και καφέ. Από κει ξεκινάει και η οδός Vaci, ο πιο ακριβός δρόμος της Βουδαπέστης, με γνωστές φίρμες ρούχων και αξεσουάρ.
Μας εντυπωσίασαν τα αγάλματα και η πίστα για skate board που βρίσκονταν στο κέντρο. Περπατώντας φτάσαμε στην πλατεία της Ελισάβετμε τη ρόδα, που πια υπάρχει σε όλες σχεδόν τις πόλεις και σου δίνει την ευκαιρία να δεις τον κόσμο από ψηλά. Δεν είναι κάτι που μας ενθουσιάζει, οπότε το προσπεράσαμε.
Μεγάλες πλατείες, με συντριβάνια περίτεχνα και αγάλματα, χρώματα και εντυπωσιακά κτήρια, τραβούσαν το βλέμμα μας. Νιόπαντροι που φωτογραφίζονταν μας έκαναν να σκεφτούμε, ότι αυτή η μόδα είναι διεθνής και σιγοτραγουδούσαμε το “ζήτω ο γαμπρός αητός κι η νύφη περιστέρα”! Αν δεν κάνεις και λίγο πλάκα …
Χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στην όχθη του ποταμού, βλέποντας μπροστά μας τη γέφυρα των αλυσίδων, σήμα κατατεθέν της Βουδαπέστης, η οποία όμως ήταν κλειστή για συντήρηση και έτσι δεν είχαμε την ευκαιρία να τη θαυμάσουμε, ειδικά φωτισμένη το βράδυ. Αυτό μας απογοήτευσε λίγο, αλλά στην πορεία είδαμε τόσα πολλά και υπέροχα πράγματα, που το ξεχάσαμε γρήγορα.
Διασχίζοντας μια πλατεία, μας σταμάτησαν δυο νεαροί, για να μας δώσουν διαφημιστικά για το hop on-hop off bus, ένα τουριστικό λεωφορείο, που έχουν όλες οι ευρωπαϊκές πόλεις και σε πηγαίνει στα αξιοθέατα, εκτελώντας μια κυκλική διαδρομή, όλη την ημέρα και μπορείς να ανεβοκατεβαίνεις, όπου θέλεις για να δεις αυτό που σ ενδιαφέρει. Αρνηθήκαμε ευγενικά και τότε ο ένας από τους δύο μας είπε ότι είμαστε Έλληνες. “Ρωτήστε με, πού το κατάλαβα” μας έλεγε και γελούσε και φυσικά τον ρωτήσαμε. “Γιατί αρνηθήκατε κουνώντας το κεφάλι σας προς τα πάνω, ενώ όλοι οι ευρωπαίοι κουνάνε το κεφάλι τους δεξιά αριστερά” ήταν η απάντηση, εξηγώντας μας, ότι κάποιοι θεωρούσαν αυτό που κάνουμε με το κεφάλι, δείγμα υπεροψίας, μέχρι που κατάλαβαν, ότι απλά είναι μια ελληνική συνήθεια!
Κάνοντας τη βόλτα μας στον πεζόδρομο στην όχθη του Δούναβη, είδαμε καθίσματα από τεχνητό γκαζόν, τεράστιες ξαπλώστρες, όπου οι επισκέπτες μπορούσαν να ξαπλώσουν στον ήλιο και να απολαύσουν τη γαλήνη του νερού και φυσικά μπρούντζινα αγάλματα και έργα τέχνης, σε απίθανα σημεία. Όλη η “παραλία” της Πέστης, από την γέφυρα των Αλυσίδων και για μεγάλο μήκος, βρισκόταν σε πυρετό έργων ανάπλασης. Φαντάζομαι από την επόμενη χρονιά, θα είναι ένα υπέροχο μέρος για βόλτα και χαλάρωση.
Ένα από αυτά είναι και αυτό του Imre Nagy πάνω σε μία γεφυρούλα. Ο Νάγκυ ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας που ανήγγειλε την απόσυρση της Ουγγαρίας από το σύμφωνο της Βαρσοβίας. Όταν η επανάσταση συντρίφθηκε από τη σοβιετική εισβολή στη χώρα, βρήκε άσυλο στη γιουγκοσλαβική πρεσβεία. Συνελήφθη και εκτελέσθηκε τον Ιούνιο του 1958.
Ένα άλλο πολύ διάσημο, είναι τα “παπούτσια στο Δούναβη“. Ένα συγκινητικό μνημείο από 40 ζευγάρια παπούτσια, για τους 550.000 Ούγγρους Εβραίους, που πυροβολήθηκαν δίπλα στην όχθη του ποταμού από συμπατριώτες τους, συνεργάτες των Ναζί. Πριν τους εκτελέσουν, τους ανάγκαζαν να βγάλουν τα παπούτσια τους. Ανάμεσα στα θύματα και μικρά παιδιά όπως φαίνεται και από τα διαφορετικά παπούτσια που απαρτίζουν το έργο. Αξίζει να σταθεί κανείς για λίγο σε αυτό το ιδιαίτερο μνημείο, και σίγουρα δεν θα τον αφήσει ασυγκίνητο…
Συνεχίζοντας το περπάτημα φτάσαμε σε μια τεράστια πλατεία, την Kossuth Lajos Square, όπου το πρώτο που αντικρίσαμε ήταν ένα εντυπωσιακό μπρούντζινο άγαλμα. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, βρεθήκαμε μπροστά στο ιδιαίτερο συντριβάνι και στο Κοινοβούλιο (Országház).
Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο αξιοθέατο της πόλης, είναι ένα νεογοτθικό κτήριο, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα κατά τα πρότυπα του Βρετανικού Κοινοβουλίου του Λονδίνου. Είναι το σύμβολο της πρωτεύουσας της Ουγγαρίας και μάλλον δικαιολογημένα… λόγω του τεράστιου μεγέθους του. Είναι το τρίτο μεγαλύτερο κτήριο Κοινοβουλίου στον κόσμο και βρίσκεται στην όχθη του Δούναβη από την πλευρά της Πέστης.
Διαθέτει 365 πύργους γοτθικού ρυθμού και φτάνει σε ύψος τα 96 μέτρα. Για τη διακόσμησή του χρησιμοποιήθηκαν 40 κιλά χρυσού, ενώ διαθέτει 690 αίθουσες, 27 πύλες και 29 σκάλες συνολικού μήκους… 20 χιλιομέτρων! Συνδυάζει στοιχεία και μοτίβα από διάφορα αρχιτεκτονικά στυλ. Η κάτοψή του είναι μπαρόκ, η διακόσμηση στην πρόσοψη αναδεικνύει γοτθικές επιρροές και η διακόσμηση της οροφής θυμίζει Αναγέννηση.
Κάναμε μια προσπάθεια να μπούμε για να το δούμε και εσωτερικά, αλλά δυστυχώς τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί και υπήρχαν μόνο για το απόγευμα, οπότε το αφήσαμε με σκοπό να επανέλθουμε, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Είναι ένα εντυπωσιακά επιβλητικό κτήριο, πολύ όμορφο εξωτερικά και υπέροχα φροντισμένο!
Στην ίδια πλατεία με το Κοινοβούλιο, υπάρχει και το μνημείο της Επανάστασης της 25ης Οκτωβρίου, ένα υπόγειο ανοιχτό μουσείο, όπου μπορείς να δεις σε οθόνες, μαρτυρίες και δραματοποιημένα στοιχεία, αλλά και διάφορα αντικείμενα, από τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, όταν σε μια ειρηνική διαδήλωση των Ούγγρων, για μεταρρυθμίσεις και μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία από το κομμουνιστικό καθεστώς, οι σοβιετικές δυνάμεις, που είχαν ήδη παραταχθεί στην πλατεία, άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών και αρκετοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το εντυπωσιακό σε αυτό το μνημείο είναι η είσοδός του, όπου τα κάγκελα είναι από μαύρο σίδερο με χαραγμένη επάνω την ημερομηνία και τρύπες από σφαίρες. Κατεβαίνοντας νοιώθεις να βυθίζεσαι στη σκοτεινή περίοδο του απολυταρχικού καθεστώτος. Μέσα σε αυτό το χώρο βρίσκεται και το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, κάτω από ένα θόλο, που επιτρέπει το φως να το λούζει, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χώρο, που είναι πιο σκοτεινός. Δυστυχώς δεν επιτρέπονταν οι φωτογραφίες.
Προχωρώντας φτάσαμε στην όπερα, που ήταν κλειστή για συντήρηση και θα άνοιγε, αφού θα φεύγαμε και έτσι δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάποια παράσταση. Αυτό το είχαμε κοιτάξει από πριν, για να κλείσουμε εισιτήρια και έτσι ήμασταν προετοιμασμένοι.
Απέναντι από την όπερα, ήπιαμε έναν ωραιότατο iced coffee με παγωτό σε μια πολύ όμορφη αυλή, πήραμε δυνάμεις και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Ήταν πολύ όμορφη η βόλτα μας μέσα από τα στενά και τους πεζόδρομους. Τα κτήρια έχουν αυτό το νεο-γοτθικό, μπαρόκ στυλ, με τις αυστηρές προσόψεις, που πίσω τους κρύβουν αυλές και κήπους.
Αφού είδαμε ένα μεγάλο μέρος της Πέστης και των σημείων ενδιαφέροντος αυτής της πλευράς του ποταμού, ξεκινήσαμε να διασχίσουμε τη γέφυρα που θα μας οδηγούσε στο νησί της Μαργαρίτας (Margitsziget) . Η γέφυρα που φυσικά έχει το ίδιο όνομα με το νησί και δεν είναι ίσια, αλλά σε σχήμα V, κατασκευάστηκε μεταξύ 1872 και 1876 σε νεο-μπαρόκ στυλ, καταστράφηκε από τους Γερμανούς και ξαναφτιάχτηκε το 1947.
Το νησί αυτό, είναι ένα πραγματικό καταφύγιο ηρεμίας, μέσα στο Δούναβη, στην καρδιά της πόλης. Έχει μήκος 2,5 χλμ και πλάτος 500 μέτρα. Δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα παρά μόνο το λεωφορείο 26, το οποίο κάνει μια κυκλική διαδρομή. Μπορεί όμως κάποιος να νοικιάσει ποδήλατο, πατίνι ή κάτι πολύ χαριτωμένα τρίκυκλα ή μίνι αμαξάκια για να εξερευνήσει αυτή την όαση. Επιπλέον υπάρχει και τουριστικό τραινάκι, που κάνει το γύρο του νησιού.
Αποφασίσαμε να κινηθούμε με τα πόδια και αφού περάσαμε την πλατεία, που βρίσκεται το χάλκινο μνημείο της εκατονταετίας (Centenáriumi emlékmu), το οποίο δημιουργήθηκε το 1973, για τον εορτασμό των 100 χρόνων από την ένωση της Βούδας και της Πέστης, κάναμε μια στάση στο μουσικό συντριβάνι, όπου το νερό ακολουθεί το ρυθμό της μουσικής που ακούγεται από τα μεγάφωνα! Καθίσαμε λίγο στις καρέκλες και απολαύσαμε τη μουσική και την κίνηση του νερού!
Η περιοχή ήταν αρχικά γνωστή ως το νησί των κουνελιών, ενώ κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, όπου το νησάκι ήταν προσβάσιμο μόνο με πλοιάριο, στην περιοχή υπήρχαν αρκετά μικρά μοναστήρια και σκήτες, τα ερείπια των οποίων σώζονται ακόμα και σήμερα.
!
Στο δρόμο μας είδαμε κάποια από αυτά, καθώς και ερείπια μιας κατοικίας του 13ου αιώνα, τον τάφο της Μαργαρίτας, ένα μικρό πάρκο γλυπτών, τον υπέροχο γιαπωνέζικο κήπο με τη λίμνη των νούφαρων και δύο ξενοδοχεία, ένα παλαιότερο, το Grand Hotel Margitsziget, το οποίο χτίστηκε το 1873, και ένα πιο σύγχρονο το Danubius Health Spa Resort Margitsziget, το οποίο χτίστηκε το 1970 στη θέση ενός θέρετρου spa που είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου. Τα δύο ξενοδοχεία μοιράζονται τα φυσικά Ιαματικά λουτρά του νησιού της Μαργαρίτας. Υπάρχει ακόμα και ζωολογικός κήπος, μάλλον ορνιθολογικός κήπος, γιατί είδαμε κυρίως πάπιες, χήνες, γαλοπούλες και πελαργούς, που στέκονταν στο ένα πόδι.
Στο νησί υπάρχουν ακόμα καντίνες και εστιατόρια, που έχουν διακοσμήσει τα δέντρα γύρω τους με μικρά αερόστατα, γήπεδα τένις, χώρος για τζόκινγκ ή ποδήλατο, ένα συγκρότημα με πισίνες Ολυμπιακών διαστάσεων,και Open-air Theatre, που όλο το καλοκαίρι φιλοξενεί το Budapest summer festival και φυσικά θερμές πηγές. Επίσης δημόσιες τουαλέτες, που έχουν εισιτήριο 1 ευρώ! Το νησί άνοιξε για το κοινό το 1869.
Η βόλτα ήταν πολύ χαλαρωτική και απολαυστική και είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και μια φωτογράφιση. Στην επιστροφή αποφασίσαμε να πάρουμε το λεωφορείο, για να μην κουραζόμαστε χωρίς λόγο.
Ο ουρανός ήταν κάπως συννεφιασμένος από το πρωί, ιδανικός καιρός για να κάνεις βόλτες, οπότε αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την περιήγηση στην πλευρά της Βούδα. Πρώτα όμως επιβαλλόταν μια στάση για φαγητό. Επιλέξαμε ένα καταπληκτικό μέρος, μια μπυραρία ημιυπόγεια, με άπλετο χώρο και παραδοσιακή διακόσμηση, το Bem Söröző Étterem, που νομίζω, πρέπει όποιος πάει στη Βουδαπέστη να το επισκεφθεί. Το φαγητό ήταν εκπληκτικό και οι μερίδες τεράστιες. Πήραμε μια σούπα γκούλας, παραδοσιακό φαγητό της Ουγγαρίας και ένα κότσι ψητό, επίσης της τοπικής κουζίνας, που μας είπαν ότι είναι για δύο άτομα και τελικά ήταν μάλλον για 4, γιατί καταφέραμε να φάμε το μισό, κάνοντας τεράστια υπέρβαση, γιατί ήταν τόσο νόστιμο που δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Και φυσικά συνοδευόταν από μια τοπική καυτερή σάλτσα, που βρισκόταν πάνω σε όλα τα τραπέζια, χωρίς να την παραγγείλεις. Για όλο αυτό, που περιελάμβανε και ξινολάχανο σαλάτα και πατάτες βραστές με αυγά και σάλτσα, τη σούπα γκούλας και 1,5 λίτρο μπύρας τοπικής, πληρώσαμε 25 ευρώ! Το υπόλοιπο φαγητό μας το έβαλαν σε πακέτο και αφού αστειευτήκαμε με τον σερβιτόρο, για το μέγεθος των μερίδων, συνεχίσαμε το οδοιπορικό μας.
Βγαίνοντας από τη μπυραρία, διαπιστώσαμε ότι είχε βρέξει και μάλιστα πολύ, αλλά ήμασταν τυχεροί και βγήκαμε αφού είχε σταματήσει. Σιγά σιγά έβγαλε και ήλιο.
Συνεχίζεται…..