Κωνσταντινούπολη

Πάσχα (Μάιος) 2024

«Καμιά πόλη δεν ασκεί την γοητεία της Κωνσταντινουπόλεως … Γιατί η Κωνσταντινούπολη είναι το φίλτρο των ονείρων, είναι η χρυσόσκονη των παραμυθιών, το χασίς, το όπιο. Κι είναι η ίδια παραμύθι και όνειρο. Είναι η Χαλιμά καμωμένη Πόλη…». Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας.

Ξεκινήσαμε για την Πόλη, τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι με αεροπλάνο της Aegean (τιμή εισιτηρίου 200 ευρώ το άτομο, ένα μήνα περίπου, πριν το ταξίδι) και προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο Ατατούρκ (İstanbul Atatürk Havalimanı), μετά από 1 ώρα και 20 λεπτά περίπου. Το αεροδρόμιο είναι πολύ μεγάλο, σύγχρονο και φαίνεται πολύ καινούριο. Μπορείς να μπεις στη χώρα, μόνο με την ταυτότητα σου και φτάνοντας εκεί, σου δίνουν ένα χαρτάκι, το οποίο πρέπει να φυλάξεις και να δείξεις, όταν φεύγεις από την Κωνσταντινούπολη, οπότε καλό είναι να μην το χάσεις.

Το αεροδρόμιο και τα χαρτάκια, εν είδη βίζας!

Από εκεί με το λεωφορείο 12 (φεύγει από το υπόγειο του αεροδρομίου και το εισιτήριο κοστίζει 200 τουρκικές λίρες, περίπου 6 ευρώ δηλαδή) φτάσαμε στο Aksaray, μετά από περίπου 1,30 ώρα, λόγω της κίνησης και στη συνέχεια στην περιοχή SultanAhmet, όπου θα μέναμε, ένα εικοσάλεπτο αργότερα. Μπορείτε να πάτε από και στο αεροδρόμιο, με λεωφορείο και μετρό (όπως πήγαμε στην επιστροφή) το οποίο είναι πολύ πιο οικονομικό (40 τουρκικές λίρες, περίπου 1,20 συνολικά).

Το ξενοδοχείο Tulip, όπου είχαμε κλείσει, ήταν περίπου 300 μέτρα από τη στάση, σε μια ήσυχη περιοχή, που όμως είχε τα πάντα κοντά. Ήταν ένα μικρό και συμπαθητικό ξενοδοχείο, κάπως παλιό αλλά καθαρό και με όλα τα απαραίτητα και μας κόστισε για 7 βράδια 336 ευρώ το δίκλινο. Αυτή τη φορά δεν επιλέξαμε πρωινό, γιατί θέλαμε να εξερευνήσουμε γευστικά την πόλη, καθώς οι επιλογές ήταν άπειρες και δεν το μετανιώσαμε.

Το ξενοδοχείο, η θέα από το παράθυρό μας και ο πρώτος μας φίλος, στη βεράντα!

Η διαδρομή από το αεροδρόμιο μέχρι το ξενοδοχείο ήταν πολύ όμορφη. Είχε πολύ πράσινο, με ψηλά δέντρα και κατάφυτες εκτάσεις, ελάχιστα κτήρια και ένα πανεπιστήμιο. Πλησιάζοντας στην πόλη η κίνηση αυξήθηκε κατακόρυφα και διαπιστώσαμε ότι οι Τούρκοι οδηγοί, αγαπούν πολύ τον ήχο της κόρνας.

Αυτό που μας εντυπωσίασε αρχικά και εντάθηκε καθώς περνούσαν οι μέρες, ήταν η συνεχής εναλλαγή των εικόνων. Εικόνες της πόλης και της καθημερινής ζωής, φυσιογνωμίες ανθρώπων, ντόπιων και ξένων και φυσικά οι διάσημες γάτες της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκονταν παντού και είχαν μια απίστευτη οικειότητα με τους περαστικούς.

Οι μικροπωλητές είναι από τις πιο οικείες εικόνες της Πόλης!

Δυστυχώς χάσαμε τους επιτάφιους, καθώς στην Πόλη “βγαίνουν” στις 5:30 μμ και οι ελάχιστες ορθόδοξες εκκλησίες, που λειτουργούσαν ήταν αρκετά μακριά, για να τις προλάβουμε, οπότε ξεκινήσαμε για μια χαλαρή βόλτα.

Το ξενοδοχείο ήταν πολύ κοντά στα πιο γνωστά αξιοθέατα, περίπου 400 μέτρα από την Αγιά Σοφιά και το Μπλε Τζαμί, έτσι ξεκινήσαμε την περιπλάνησή μας από κει.

Η πρώτη μας εικόνα ήταν ένα τζαμί, που βρισκόταν στη γωνία του δρόμου, που μέναμε. Αργότερα διαπιστώσαμε, ότι έχει σχεδόν σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο.

Μετά από περίπου 5 λεπτά περπάτημα, βρεθήκαμε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ή όπως λέγεται σήμερα, πλατεία Σουλτάν Αχμέτ (Sultanahmet Meydanı ή Atmeydanı). Κληροδότημα του Σεπτίμιου Σεβήρου, χρησιμοποιούνταν ήδη από το 2ο αι. ως χώρος δημόσιας ψυχαγωγίας που προοριζόταν για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες, αποκτώντας παράλληλα θεσμικές και πολιτικές διαστάσεις.

Ο Ιππόδρομος διέθετε το χαρακτηριστικό σχήμα U, ενώ η χωρητικότητά του εκτιμάται πως έφθανε τους 100.000 θεατές και είχε συνολικό μήκος περίπου 450 μέτρα.

Σήμερα διασώζονται και παραμένουν στο χώρο, η στήλη των Όφεων ή Τρίποδας των Πλαταιών, που ο Κωνσταντίνος τον έφερε από τους Δελφούς, ο οβελίσκος του Θεοδόσιου Α΄ ή του Τουθμώσις Γ΄, καθώς μεταφέρθηκε στην Πόλη, από το Λούξορ της Αιγύπτου και κατασκευάστηκε το 1490 π.Χ και ο Κτιστός Οβελίσκος από συναρμοσμένους λίθους που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο και κάποτε ήταν καλυμμένος με επιχρυσωμένες, χάλκινες πλάκες. Στην άκρη της πλατείας βρίσκεται και το Γερμανικό Συντριβάνι, που χτίστηκε το 1898 και είναι διακοσμημένο με καθρέπτες και φλοράλ μοτίβα.

Δίπλα στον Ιππόδρομο βρίσκονται η Αγιά Σοφιά και το Μπλε Τζαμί. Το δε κομμάτι της πλατείας, που χωρίζει τους δύο ναούς, είναι εντυπωσιακό. Μεγάλο με συντριβάνια, παρτέρια και πάρα πολλά παγκάκια, δημιουργεί μια ευχάριστη ανάπαυλα για τον επισκέπτη. Γλάροι, κίσσες και περιστέρια πετούν τριγύρω και φυσικά γάτες ξεκουράζονται στο γκαζόν και στα πεζούλια.

Αφού διασχίσαμε την πλατεία και απολαύσαμε την ποικιλία των εικόνων, βρεθήκαμε στο πολύχρωμο δρομάκι, πίσω από την Αγιά Σοφιά. Είναι ένα χαρακτηριστικό στενό, με παραδοσιακά ξύλινα σπίτια, βαμμένα σε έντονα χρώματα.

Περπατώντας στα σοκάκια, γύρω από το ιστορικό κέντρο, βρεθήκαμε και σε ένα άλλο δρόμο, το Soğuk Çeşme Sk. γεμάτο ανακαινισμένα, παραδοσιακά σπίτια, που σήμερα λειτουργούν ως boutique hotel ή airbnb.

Καθώς περιπλανόμαστε στους δρόμους της Πόλης, κάνουμε μια πρώτη γνωριμία με τις γάτες της Κωνσταντινούπολης, που είναι διαβόητες, απ ότι μαθαίνουμε στην πορεία. Βρίσκονται παντού, στα πιο απίθανα μέρη και έχουν απίστευτη εξοικείωση με τους ανθρώπους, καθώς τις φροντίζουν όλοι οι ντόπιοι. Είναι τα κατοικίδια όλων των κατοίκων, όπως διάβασα κάπου.

Γάτες, γάτες, γάτες, παντού!

Είναι όμως πια, ώρα φαγητού και σταματάμε σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο, το Ortaklan, όπου έχουμε την πρώτη μας επαφή με την πολίτικη κουζίνα. Τα περισσότερα εστιατόρια δεν σερβίρουν αλκοόλ, οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε αυτό, που όλοι οι συνδαιτυμόνες μας προτιμούσαν, το αριάνι (ayran), ένα είδος παχύρρευστου γάλακτος με κάπως υφάλμυρη γεύση, το οποίο είναι ιδανικό για το στομάχι, μετά τα μάλλον, βαριά και καυτερά τούρκικα φαγητά.

Η βραδιά μας ολοκληρώνεται με μια τελευταία βόλτα στο ιστορικό κέντρο, απολαμβάνοντας τα γνωστά μνημεία, υπέροχα φωτισμένα.

Το επόμενο πρωί, ξεκινάμε με ένα πολύ όμορφο πρωινό στο North Art Cafe, πίσω από το Μπλε Τζαμί και ξεκινάμε την τουριστική εξερεύνηση από το Τοπ Καπί.

Το Τοπ Καπί (Topkapı Sarayı) είναι το επιβλητικό παλάτι, που αποτελούσε την επίσημη κατοικία των σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τα μέσα του 15ου αι. μέχρι την κατασκευή του παλατιού Ντολμά Μπαχτσέ (1853). Χτισμένο σε λόφο που επιβλέπει το Βόσπορο έχει πανοραμική θέα και προκαλεί δέος. Αρχικά ήταν γνωστό ως «Νέο Παλάτι» (Yeni Saray), ενώ πήρε τη σημερινή ονομασία του κατά το 19ο αιώνα από παρακείμενη ομώνυμη πύλη (Τοπ Καπί στα τουρκικά σημαίνει Πύλη των κανονιών). Είναι μέρος των ιστορικών περιοχών της Κωνσταντινούπολης, που ανήκουν συλλογικά στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Χτίστηκε λίγα χρόνια μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1459), ενώ τα τείχη που το περιβάλουν ολοκληρώθηκαν το 1478. Στη διάρκεια του χρόνου, υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις, επεκτάσεις, αλλά και φυσικές φθορές, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική διαφόρων αιώνων, καθώς νέα κτίσματα προστίθεντο από τους σουλτάνους. Το 1924, μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Τουρκίας, μετατράπηκε σε μουσείο και έγινε το πρώτο μουσείο της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Η επίσκεψη στο παλάτι, το χαρέμι και την Αγία Ειρήνη (συμπεριλαμβανομένου και του Μουσείου) κοστίζει 1500 τουρκ. λίρες (περίπου 43 ευρώ), χρειάζεται τουλάχιστον 4 ώρες περιήγησης, αλλά πραγματικά αξίζει τον κόπο. Είναι ένα υπέροχο ανάκτορο, που αποτελείται από μια σειρά κτηρίων, τα οποία περιέχουν διάφορες συλλογές, τέχνης, αντικείμενα και θησαυρούς, που αποτελούν την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Είναι το μεγαλύτερο παλάτι στην Παλιά Πόλη της Κωνσταντινούπολης και χρησίμευσε ως σημαντικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο για την στέψη των Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τέσσερις αιώνες.

Το παλάτι έχει τέσσερις κύριες αυλές και μια σειρά από κτήρια, συμπεριλαμβανομένων διαμερισμάτων, κουζινών, τζαμιών, νοσοκομείου και άλλων κατασκευών. Σχεδόν 4.000 άνθρωποι ζούσαν στην πολιτεία στο απόγειό της. Ο Οθωμανός Σουλτάνος ​​Μεχμέτ ο Πορθητής διέταξε την οικοδόμηση του Παλατιού Τοπ Καπί που καλύπτει μια έκταση περίπου 400.000 τετραγωνικών μέτρων και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα παλάτια του κόσμου.

Η επίσκεψη στο παλάτι μας εντυπωσίασε με το μέγεθος, την αρχιτεκτονική, τους άπειρους χώρους και τον ιδιαίτερο διάκοσμο. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, από τα ευρωπαϊκά παλάτια, που έχουμε επισκεφτεί.

Απέναντι από την είσοδο του παλατιού, βρίσκεται η Αγία Ειρήνη, ο πρώτος ναός, που κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αφιερώθηκε από αυτόν, στην Ειρήνη του Θεού και είναι ένας από τους τρεις ναούς που ο ίδιος αφιέρωσε σε ιδιότητες του Θεού, μαζί με την Αγία Σοφία και την Αγία Δύναμη. Θεωρείται ότι κτίστηκε στα ερείπια προχριστιανικού ναού. Εδώ πραγματοποιήθηκε το 381 η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος. Αποτέλεσε την έδρα του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης μέχρι να χτιστεί η εκκλησία της Αγίας Σοφίας το 537, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Πατριαρχείο».

Ο ναός χρησιμοποιείται πλέον, αποκλειστικά για συναυλίες και μουσικές παραστάσεις, καθώς έχει εξαιρετική ακουστική. Έχει απογυμνωθεί από οτιδήποτε θύμιζε χριστιανικό ναό (αγιογραφίες, ψηφιδωτά, τέμπλα, ιερό κλπ) και αυτό είναι στενάχωρο. Λέγεται ότι εδώ βρίσκεται ο τάφος του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Επόμενη στάση στο Μπλε Τζαμί (Sultanahmet Camii), ή Τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ, ή Αχμέτ Τζαμί, ή Αχμετιέ Τζαμί, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και χτίστηκε μεταξύ 1609 και 1616, με διαταγή του σουλτάνου Αχμέτ Α’, από τον οποίο πήρε και το όνομά του και θεωρείται το ωραιότερο και μεγαλύτερο τζαμί στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της Ισλαμικής αρχιτεκτονικής παγκοσμίως και έγινε γνωστό στη Δύση σαν “Μπλε Τζαμί” λόγω της κυριαρχίας του μπλε χρώματος στην εσωτερική του διακόσμηση. Παρόλα αυτά, το μπλε χρώμα δεν ήταν μέρος της αρχικής διακόσμησης του τζαμιού και στις μέρες μας έχει ξεκινήσει η διαδικασία αφαίρεσής του. Αποτελείται από την εξωτερική αυλή, το τέμενος, τα βοηθητικά κτήρια και την εσωτερική αυλή.

Σύμφωνα με την ιστορία, ο Σουλτάνος είχε διατάξει τον αρχιτέκτονα, να κατασκευαστεί ο τρούλος από ατόφιο χρυσό, κάτι, που δεν ήταν εφικτό λόγω του βάρους του χρυσού. Ο αρχιτέκτονας τότε κατασκεύασε τον τρούλο με απλά υλικά, ενώ για να σώσει την ζωή του πρόσθεσε και 6 μιναρέδες γύρω από το Τζαμί, δικαιολογούμενος στον Σουλτάνο πως υπήρξε θύμα παρανόησης, (ο αριθμός “έξι” (αλτί) και η λέξη “χρυσός” (αλτίν) προφέρονται σχεδόν το ίδιο στα Τούρκικα)!

Η επίσκεψη στο τζαμί γίνεται συγκεκριμένες ώρες, για τους τουρίστες, και είναι δωρεάν. Μαζί με εμάς, επισκέφθηκε το τζαμί και μια γάτα (είπαμε, τις βρίσκεις παντού)!

Μετά από ένα απολαυστικό γεύμα παίρνουμε το δρόμο για το Πατριαρχείο, στο Φανάρι, όπου θα ακολουθήσουμε τη λειτουργία της Ανάστασης.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ή Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που αναφέρεται και ως Ἁγία τοῦ Χριστού Μεγάλη Ἐκκλησία, είναι η ονομασία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, που ιδρύθηκε το 330 μΧ. ως «επισκοπή Βυζαντίου» από τον Απόστολο Ανδρέα.

Με το τραμ, μας πήρε περίπου 40 λεπτά να φτάσουμε και το εισιτήριο κόστισε περίπου 70 λεπτά (με 70 τουρκ. λίρες, περίπου 2 ευρώ, αγοράζεις ένα εισιτήριο με 3 διαδρομές).

Από τη στάση, που βρίσκεται στον Κεράτιο κόλπο, περπατήσαμε 5 λεπτά και βρεθήκαμε έξω από το Πατριαρχείο, όπου βρήκαμε μια μικρή ουρά, καθώς για να μπεις περνάς από έλεγχο, σαν αυτό του αεροδρομίου. Η είσοδος στο προαύλιο ήταν συγκινητική. Να βρίσκεσαι σε μια ξένη και αλλόθρησκη χώρα κι όμως να μπορείς να γιορτάσεις την Ανάσταση, όπως ακριβώς και στην Ελλάδα. Ακόμα κι αν δεν είσαι πολύ της εκκλησίας, σε πιάνει ένα ρίγος, μια συγκίνηση, να είσαι στην Πόλη και να βλέπεις, ότι η καρδιά του ελληνισμού χτυπά ακόμη πάρα τις τόσες δυσκολίες. Οι περισσότεροι επισκέπτες ήταν Έλληνες, αλλά υπήρχαν και αρκετοί ορθόδοξοι άλλων χωρών.

Ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να μαζεύεται, αλλά μπορούσες να περάσεις άνετα και να μπεις μέσα στο ναό. Το εσωτερικό του ναού είναι μάλλον λιτό, με το ιδιαίτερα εντυπωσιακό, ξυλόγλυπτο τέμπλο να επικρατεί. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα για τη λειτουργία δημιουργώντας μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Όταν άναψαν με το Δεύτε λάβετε Φως, όλα έγιναν επιβλητικά. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος με την κουστωδία του βγήκαν στην εξέδρα της αυλής, για την Ανάσταση και όλοι νιώσαμε συγκίνηση.

Η επιστροφή μας δυσκόλεψε λίγο, γιατί το τραμ είχε κλείσει (ήταν ήδη 1 παρά η ώρα) και δεν μπορέσαμε να βρούμε ταξί, με κανέναν τρόπο. Οπότε το κόψαμε με τα πόδια. Έτσι όμως είχαμε την ευκαιρία να δούμε το υδραγωγείο του Ουάλη, διακριτικά φωτισμένο, αλλά και πλατείες και δρόμους, που δεν είχαμε σκοπό να επισκεφτούμε.

Το Υδραγωγείο του Ουάλη (Bozdoğan Kemeri) ξεκίνησε να κατασκευάζεται επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και περατώθηκε επί αυτοκράτορα Ουάλη (Flavius Iulius Valens). Μη ρωτάτε πως αυτό το όνομα μεταφράστηκε σε “Ουάλη”. Ήταν μέρος μεγάλης υδραγωγικής εγκατάστασης για την τροφοδοσία της παλιάς πόλης με νερό. Είχε μήκος περισσότερο των χιλίων μέτρων, από τα οποία σήμερα σώζονται περίπου 921 μέτρα και ύψος από 18,5 έως 26,5 μέτρα.

Εδώ να τονίσω, ότι ούτε μια στιγμή δε νοιώσαμε φόβο ή ανασφάλεια, καθ όλη τη διαμονή μας στην Πόλη.

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για πρωινό στο Hafiz Mustafa, ένα από τα πιο όμορφα μαγαζιά της Πόλης (προσωπική άποψη) και με τον καλύτερο μπακλαβά και πιστέψτε με, δοκιμάσαμε πολλούς.

Από εκεί, πήραμε πάλι το δρόμο για το Φανάρι (Fener), ώστε να δούμε την παλιά ελληνική συνοικία με το φως της ημέρας. Περάσαμε τη γέφυρα του Γαλατά με το τραμ και είδαμε τους δεκάδες ψαράδες, να χαλαρώνουν ψαρεύοντας στα καθαρά πια, νερά του Κεράτιου κόλπου.

Η ιδανική πόλη για φωτογράφους!

Στην όμορφη συνοικία, οι καφετέριες και τα ευρωπαϊκά-τουρκικά μπιστρό συνυπάρχουν στους δρόμους με παλιά ξύλινα σπίτια και ανθισμένα παρτέρια. Απ’ τη μια το Φανάρι, γειτονιά εύπορων Ελλήνων που συγκεντρώνονταν γύρω απ’ την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον Ναό του Αγίου Γεωργίου, και απ’ την άλλη το Μπαλάτ (Balat), η εβραϊκή συνοικία που κάποτε μέτραγε 18 συναγωγές (σήμερα μόνο δύο είναι σε λειτουργία), δημιουργούν μια υπέροχη εικόνα για τους επισκέπτες.

Οι περιοχές αυτές, αφού υποβαθμίστηκαν μετά το διωγμό του 1955, οι διαδοχικές προσπάθειες αναπαλαίωσης των γραφικών κτιρίων, η ένταξη του Μπάλατ στη λίστα των Μνημείων Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, καθώς και τα στούντιο καλλιτεχνών, που δημιουργήθηκαν, ήρθαν να τους δώσουν νέα πνοή απ’ τις αρχές του 21ου αι.

Τα διάσημα “πολύχρωμα σπίτια του Μπαλάτ” (Balat Renkli Evler,  Kiremit Cd. 4), τα “πολύχρωμα σκαλοπάτια” (Renkli Merdivenler, Merdivenli Mektep Sk. 1) και ο “λόφος με τις σκάλες” (Merdivenli Yokus) έχουν γίνει τόπος προσκυνήματος για τους επισκέπτες. Όμως η περιοχή δεν είναι μόνο αυτό. Στους διπλανούς δρόμους, δεκάδες κτίσματα μισοστέκουν σε πλήρη εγκατάλειψη. Γκρεμισμένες οροφές και τρύπες σε σπίτια, όπου οικογένειες, απλώνουν ρούχα και παίζουν στα ερείπια. 

Υπέροχες εικόνες!

Μέσα σε αυτή την αντίθεση στέκεται σαν παλιά καρτ ποστάλ, η υποβλητική Μεγάλη του Γένους Σχολή (Özel Fener Rum Ortaokulu ve Lisesi) -το Κόκκινο Κάστρο ή Κόκκινο Σχολείο, όπως αποκαλείται χαρακτηριστικά εδώ- ένα θολωτό, εκλεκτικιστικό αρχιτεκτόνημα, από κόκκινο τούβλο δια χειρός Κωνσταντίνου Δημάδη. Είναι το αρχαιότερο σε λειτουργία εκπαιδευτικό ίδρυμα του Ελληνισμού, δημιουργήθηκε τον 4ο αι. από τον Μέγα Κωνσταντίνο και επανιδρύθηκε μετά την Άλωση της Πόλης, από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο το 1454, ενώ το κτήριο στο οποίο στεγάζεται σήμερα χτίστηκε το 1880 με χρήματα δωρεών, από τον αρχιτέκτονα Κ. Δημάδη. Σήμερα λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, επιβλητική, από κάθε άποψη!

Στην επιστροφή κάνουμε μια βόλτα στο Αιγυπτιακό παζάρι (Mısır Çarşısı), μια εντυπωσιακή αγορά, κυρίως, μπαχαρικών και γλυκών, που μας συνεπήρε με τα ζωηρά χρώματα και τις έντονες μυρωδιές. Δημιουργήθηκε το 1660 και ονομάστηκε έτσι γιατί χτίστηκε με χρήματα από φόρους, που έπαιρναν οι Οθωμανοί από την Αίγυπτο, όταν ήταν επαρχία τους. Είναι χτισμένη σε σχήμα Γ και έχει αυλή, όπου υπάρχουν καφενεία και μια μικρή πλατεία.

Χρώματα και αρώματα, που μαγνητίζουν!

Τα χαμηλά τραπεζάκια στα καφέ είναι χαρακτηριστικά!

Η είσοδος στο παζάρι γίνεται περνώντας από μηχάνημα ανίχνευσης μετάλλων, όπως άλλωστε και σε όλα τα παζάρια, που βρεθήκαμε.

Έξω από το παζάρι, δοκιμάσαμε και το σάντουιτς με κοκορέτσι (Kokoreç Ekmek). Κοκορέτσι (μάλλον χωρίς συκώτι, γιατί ήταν πολύ ανοιχτόχρωμο) ψιλοκομμένο, με ντομάτα και πιπεριά, μέσα σε ψωμάκι για σάντουιτς. Για όποιον του αρέσει το κοκορέτσι, είναι εξαιρετικό street food, αν και λίγο βαρύ. Κοστίζει δε, 4,5 ευρώ, αν και μάλλον στις καντίνες θα είναι φτηνότερο, απ ότι έξω από την αγορά.

Χωρίς σχόλια!

Επειδή όμως δεν είμαστε κι οι δύο φαν του κοκορετσιού, συνεχίσαμε το γεύμα μας σε ένα είδος fast food με λαχταριστά πεϊνιρλί.

Από εκεί, κάναμε μια βόλτα στην πλατεία Εμίνονου (Eminönü Meydanı) και μετά περάσαμε τη γέφυρα του Γαλατά, με τους ψαράδες και τα εστιατόρια, για να πάμε στον πύργο του Γαλατά. Περνώντας πολύχρωμες σκάλες, στενά δρομάκια και υπέροχα μικρά καφέ, τον είδαμε ξαφνικά να ορθώνεται μπροστά μας, επιβλητικός.

Ο Πύργος του Γαλατά (Galata Kulesi) είναι μεσαιωνικός, κυκλικός, πέτρινος πύργος, με ύψος 67 μέτρα, που χτίστηκε το 1348 από τους Γενουάτες, ως προπύργιο και από τους Οθωμανούς ως φυλακή. Από τον Πύργο ο επισκέπτης έχει πανοραμική εικόνα του Βοσπόρου, του Κεράτιου κόλπου και της ιστορικής χερσονήσου της Κωνσταντινούπολης. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να ανέβουμε πάνω, καθώς ήταν κλειστός για εργασίες αποκατάστασης. Την επόμενη φορά.

Αφού πιούμε ένα τσάι και δοκιμάσουμε ένα καταπληκτικό κιουνεφέ στο Keyfeder Künefe Katmer, κατηφορίζουμε την κοσμοπολίτικη οδό Ίστικλαλ (İstiklal Cd.) γνωστή και ως “οδό Ανεξαρτησίας”, έναν πολύχρωμο πεζόδρομο μήκους 1.5 χιλιομέτρου, που διασχίζει την περιοχή Beyoglu (το ελληνικό Πέραν) και είναι γεμάτη καταστήματα, εστιατόρια, καφέ και καλλιτέχνες δρόμου.

Το τσάι έχει την τιμητική του στην Πόλη, το δε κιουνεφέ, που φάγαμε ήταν απλά υπέροχο!

Η οδός Istiklal είναι διάσπαρτη με παλιά ανάκτορα, αρχοντικά και πρεσβείες του 19ου αιώνα που φιλοξενούν πλέον πολυτελή καταστήματα λιανικής. Κάθε μέρα, υπολογίζεται ότι έως και ένα εκατομμύριο άνθρωποι κάνουν βόλτες στο συγκεκριμένο δρόμο. Εδώ κυκλοφορεί και το παραδοσιακό κόκκινο τραμ.

Μπακλαβάδες, μπακλαβάδες, μπακλαβάδες!

Διασχίζοντας την Ίστικλαλ, φτάνουμε στη γνωστή πλατεία Ταξίμ (Taksim Meydanı), την πιο διάσημη πλατεία της Πόλης. Το όνομά της οφείλεται σε παλαιά θολωτή υδροδεξαμενή (ταξίμ) που είχε ανεγείρει το 1731 ο Σουλτάνος Μαχμούτ Α΄. Η πλατεία είναι τεράστια σε έκταση και στο κέντρο της, δεσπόζει το “μνημείο της Δημοκρατίας”, ένα μεγάλο τετράπλευρο θολωτό μνημείο με τον ανδριάντα του Κεμάλ Ατατούρκ.

Το επόμενο πρωινό ξεκινάει με μυρωδάτο καφέ, εδώ θα τον πω τούρκικο και μπουρέκι (börek), πίτα δηλαδή με διάφορες γεμίσεις, σε ένα τοπικό μαγαζί, κοντά στο ξενοδοχείο μας.

\Έπειτα ξεκινάμε να επισκεφτούμε ένα άλλο εντυπωσιακό αξιοθέατο, που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο, τη Βασιλική Κινστέρνα (Yerebatan Saray, που σημαίνει “υπόγειο παλάτι”).

Από τα πιο εντυπωσιακά μέρη της Πόλης!

Ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της, κάτω από τη Βασιλική Στοά. Η Στοά χτίστηκε πιθανώς από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο αλλά καταστράφηκε περίπου το 475. Η κινστέρνα διαμορφώθηκε ως έχει σήμερα, όταν ξαναχτίστηκε γύρω στο 542 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’, μετά την περίοδο της στάσης του Νίκα, για την ύδρευση της Κωνσταντινούπολης σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο και για να προμηθεύει νερό στο παρακείμενο Μέγα Παλάτιον, όπου είχε την έδρα του ο βυζαντινός αυτοκράτορας.

Η κινστέρνα είχε αρχικά 336 μαρμάρινους κίονες ύψους 8 μέτρων, τοποθετημένους σε 12 σειρές με 28 κίονες η καθεμία, σε απόσταση 4 μέτρων η μία από την άλλη. Ωστόσο 60 από αυτούς, στη νοτιοδυτική πλευρά, εντοιχίστηκαν και δεν είναι πλέον ορατοί.

Η δεξαμενή φτιάχτηκε με υλικά από κτίρια και αρχαίους ναούς, που μεταφέρθηκαν από διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και βλέπουμε κίονες και κιονόκρανα ιωνικού, δωρικού και κορινθιακού ρυθμού, καθώς και δύο γιγάντια κεφάλια μέδουσας, που στηρίζουν δύο από τις κολόνες.

Ήταν ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα του Ιουστινιανού και εξαίρετο δείγμα βυζαντινής μηχανικής.

Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, φαίνεται πως χάθηκε η γνώση για την κινστέρνα, η οποία όμως ανακαλύφθηκε αργότερα από τον Pierre Gilles, στα μέσα του 16ου αιώνα. Ο Gilles περιγράφει πως οι κάτοικοι δεν είχαν γνώση της ύπαρξης της δεξαμενής, παρά το γεγονός πως αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των σπιτιών τους.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το νερό της Βασιλικής Κινστέρνας χρησιμοποιούνταν για την άρδευση των κήπων του Τοπ Καπί. Από τον 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκαν έργα αναστήλωσης για τη διατήρηση της κινστέρνας, η οποία είναι, από το 1987, ανοιχτή στο ευρύ κοινό και συνιστά ένα από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους.

Ο χώρος είναι επιβλητικός και εντυπωσιακός και προκαλεί ένα δέος, καθώς ο φωτισμός εναλλάσσεται χρωματικά, δημιουργώντας σκιές και αντικατοπτρισμούς στο νερό.

Εδώ, λόγω της εξαιρετικής ακουστικής δίνονται μουσικά κοντσέρτα και μέσα στο νερό υπάρχουν εικαστικά έργα. Το εισιτήριο κοστίζει 800 τουρκ. λίρες (περίπου 23 ευρώ) και έχει λιγότερο κόσμο το πρωί. Είναι πραγματικά πολύ όμορφος και ιδιαίτερος χώρος.

Αφού βγήκαμε πάλι στο φως της ημέρας, που ήταν ηλιόλουστη, κατευθυνθήκαμε προς το Πάρκο Γκιουλχανέ (Gülhane Parkı), ένα υπέροχο πάρκο με ωραίο φυσικό και τεχνητό διάκοσμο, και πολλά παγκάκια! Το όνομά του σημαίνει “το σπίτι του ρόδου ή των λουλουδιών” και δόθηκε στους πολίτες το 1912. Είναι το μεγαλύτερο και παλαιότερο πάρκο της πόλης. Περιβάλλεται από ψηλά τείχη, καθώς άνηκε στον περίβολο του Τοπ Καπί.

Τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο -κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ τουλίπας της Κωνσταντινούπολης- το πάρκο Gülhane είναι διακοσμημένο με εκατομμύρια τουλίπες που δημιουργούν ένα εκπληκτικό τοπίο.

Εδώ βρίσκεται το παλαιότερο γνωστό μνημείο της Κωνσταντινούπολης, η «Στήλη των Γότθων» (Gotlar Sütunu), μια θριαμβική στήλη, που χρονολογείται στον 3ο ή 4ο αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη μαρμάρινη στήλη ύψους 18 μέτρων.

Η βόλτα στο πάρκο μας ξεκούρασε και μας ενθουσίασε, καθώς ξεφύγαμε λίγο από τους θορύβους της πόλης. Γενικά η Πόλη έχει αρκετό πράσινο, ψηλά δέντρα και παρτέρια με λουλούδια.

Περπατώντας καταλήγουμε στη συνοικία Εμίνονου, το λιμάνι που σφύζει από ζωή, καθώς οι επιβάτες αποβιβάζονται από τα σκάφη στις προβλήτες των φεριμπότ, κοντά στις υπαίθριες αγορές της πόλης.

Φτάνουμε στο Σουλεϊμανιγιέ Τζαμί (Süleymaniye Camii), ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της οθωμανικής αρχιτεκτονικής του 16ου αιώνα. Περιλαμβάνεται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO και  χτίστηκε κατά παραγγελία του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’.

Έξω από κάθε τζαμί, έχει βρύσες, όπου πλένουν χέρια πόδια και πρόσωπο, πριν μπουν στο ναό!

Η εικόνα του εντυπωσιακού τεμένους δίνει τη θέση της σε εικόνες φτώχειας και κακουχίας, καθώς τα βήματά μας, μας βγάζουν από την τουριστική περιοχή και μας οδηγούν σε μια συνοικία, άγνωστη στους επισκέπτες. Μισογκρεμισμένα ή καμμένα σπίτια, τα περισσότερα φτιαγμένα από ξύλα και λαμαρίνες, παράθυρα καλυμμένα με χαρτόνια ή πανιά κρεμασμένα από σπάγκους, αυλές γεμάτες αντικείμενα, που προήλθαν από σκουπίδια και παιδάκια ντυμένα με κουρέλια, που ζητιανεύουν για φαγητό. Αυτή η πλευρά της πόλης μας συγκλόνισε.

Δυστυχώς δεν είναι όλη η πόλη τουριστική! Υπάρχει και η εικόνα της φτώχιας και της δυστυχίας!

Φτάνοντας πάλι στην Αιγυπτιακή αγορά, πίνουμε ένα τσαγάκι, σαν ντόπιοι, σε ένα παραδοσιακό καφενείο με χαμηλά τραπεζάκια και μετά πάμε για φαγητό.

Καθώς βρισκόμαστε στο λιμάνι, εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία για να δοκιμάσουμε, ένα άλλο street food της περιοχής το balık ekmek, σάντουιτς με ψάρι δηλαδή. Με σκουμπρί (συνήθως) ψιλοκομμένο κρεμμύδι και μαρούλι, είναι ένα πολύ νόστιμο και χορταστικό φαγητό καντίνας (εμείς το φάγαμε σε μαγαζί). Και για επιδόρπιο, τι καλύτερο από λουκουμάδες!

Το απόγευμα επισκεπτόμαστε τη Μικρή Αγιά Σοφιά (Küçuk Ayasofya) ή αλλιώς Μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Χτίστηκε το 527 μ.Χ. (λίγο πριν την ανέγερση της Αγίας Σοφίας το 532), από τον Ιουστινιανό και από το 1506 μετατράπηκε σε τζαμί.

Η αίσθηση του να βλέπεις μια εκκλησία, που πια λειτουργεί σαν τζαμί, είναι κάπως στενάχωρη. Οι μιναρέδες είναι η πρώτη εικόνα, αλλά λόγω της πληθώρας των τζαμιών στην περιοχή, δεν είναι αυτό, που σε στενοχωρεί. Το ότι πρέπει να βγάλεις τα παπούτσια σου και να φορέσεις ένα μαντήλι στα μαλλιά σου (για τις γυναίκες), σου δημιουργεί αρχικά, μια δυσφορία. Και μετά έρχεται η εικόνα του εσωτερικού του ναού, που έχει απογυμνωθεί από οτιδήποτε χριστιανικό, που σε απογοητεύει. Παρ όλο, που δεν είμαστε ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, είναι περίεργη η αίσθηση, που μας δημιουργήθηκε.

Ο περιβάλλον χώρος είναι πολύ όμορφος, υπάρχει ένα μικρό πάρκο και μια ωραία καφετέρια, ακριβώς δίπλα στο ναό.

Συνεχίζουμε τη βόλτα και κινούμαστε προς την παραλία, για να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα του Μαρμαρά (Marmara Denizi) ή Προποντίδα και κλείνουμε τη βραδιά μας σε ένα από τα λίγα wine bars της περιοχής.

Η παραλία τους είναι πολύ όμορφα διαμορφωμένη για βόλτα!

Η παλιά γαλλική φυλακή, ξύλινα σπίτια οθωμανικής αρχιτεκτονικής, συντριβάνια σε πλατείες και γκράφιτι, είναι λίγα από αυτά που συναντάμε στο δρόμο μας.

Τις δύο επόμενες μέρες τις αφιερώσαμε σε επισκέψεις. Πρώτα στην Ασιατική πλευρά της Πόλης (διάβασε για την επίσκεψη εδώ), με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως φυσικό κάλλος, ιστορικά τοπόσημα, συναρπαστική νυχτερινή ζωή, λαχταριστή κουζίνα και πολλές αγορές και κατόπιν στα Πριγκηπόννησα (Prens Adaları). Ένα σύμπλεγμα εννέα νησιών (μόνο τέσσερα είναι προσβάσιμα με δημόσια συγκοινωνία), με μακραίωνη Βυζαντινή ιστορία, που βρίσκονται στην θάλασσα του Μαρμαρά. Διάβασε για την επίσκεψη στα Πριγκηπόννησα, εδώ.

Στην επιστροφή επισκεπτόμαστε τον σιδηροδρομικό σταθμό, που κάποτε εξυπηρετούσε το διάσημο Orient Express, το Sirkeci Tren Garı, που δημιουργήθηκε το 1890 και λειτούργησε μέχρι το 2013. Ο σταθμός είναι εντυπωσιακός και στεγάζει πια ένα εστιατόριο.

Ο παλιός σταθμός του Όριεντ Εξπρές, ανάλογος της πολυτέλειας του τραίνου!

Το βράδυ μας περνάει χαλαρά με μπακλαβάδες, τσάι και περίπατο.

Η επόμενη μέρα ξεκινάει με ένα ευρωπαϊκό πρωινό στο Coffeetopia Eminönü, πριν πάρουμε το καραβάκι για να κάνουμε κρουαζιέρα στο Βόσπορο.

Υπάρχουν οργανωμένες κρουαζιέρες, που προσφέρουν και φαγητό ή ποτό και κάποιες θεάματα, όπως τους δερβίσηδες ή χορό της κοιλιάς. Αν όμως θέλεις απλά να δεις τα αξιοθέατα, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πλοίο της γραμμής, που κάνει ακριβώς την ίδια διαδρομή, χωρίς την ξενάγηση. Στοιχίζει 150 τουρκ. λίρες (περίπου 4,5 ευρώ) και απολαμβάνεις όλο τον πλωτό δρόμο του περίφημου πορθμού.

Η εικόνα της πόλης από το Βόσπορο είναι εντυπωσιακή!

Έτσι ξεκινώντας από την ευρωπαϊκή πλευρά, είδαμε το σχετικά καινούριο παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ (Dolmabahçe Sarayı), κατοικία των σουλτάνων και διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1856 μέχρι το 1922, το οποίο από το 1960 λειτουργεί ως μουσείο.

Το Ντολμά Μπαχτσέ είναι χτισμένο σε πιο ευρωπαϊκό στυλ!

Είδαμε τo Τζαμί Ορτάκιοϊ (Büyük Mecidiye Camii), το Κάστρο της Ρούμελης (Rumeli Hisarı), φρούριο που ανεγέρθηκε το 1451 – 1452 από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, σε κορυφή λόφου με πολλούς πύργους, μονοπάτια περιπάτου και θέα στο Βόσπορο, τη Γέφυρα των Μαρτύρων της 15ης Ιουλίου (15 Temmuz Şehitler Köprüsü),  που συνδέει την Ευρώπη με την Ασία και ολοκληρώθηκε το 1973, τη γέφυρα Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ (Fatih Sultan Mehmet Köprüsü), γνωστή και ως Δεύτερη Γέφυρα του Βοσπόρου, που ολοκληρώθηκε το 1988 και ήταν η 5η μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα στον κόσμο.

Από εκεί περνάμε στην ασιατική πλευρά για να δούμε το φρούριο Anadolu (Anadolu Hisarı), που χτίστηκε μεταξύ του 1393 και του 1394 από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ Α΄, το “περίπτερο” Κιουτσούκσου (Küçüksu Kasrı (Milli Saraylar)), που χτίστηκε το 1857 και χρησιμοποιούνταν ως θερινή κατοικία των σουλτάνων, το παλάτι Μπεϊλέρμπεγι (Beylerbeyi Sarayı), μια αυτοκρατορική οθωμανική θερινή κατοικία, που χτίστηκε μεταξύ 1861 και 1865 και τέλος, τον πύργο της Κόρης (Kız Kulesi) γνωστός και ως ο Πύργος του Λέανδρου, που βρίσκεται σε ένα μικρό νησάκι στο Βόσπορο. Χτίστηκε αρχικά από τον Αλκιβιάδη το 408 π. Χ., για να βοηθήσει στον έλεγχο των κινήσεων των Περσικών πλοίων στο Βόσπορο.

Στην επιστροφή κάνουμε τα ψώνια μας στους δρόμους γύρω από το Μεγάλο Παζάρι, γιατί βρίσκεις τα ίδια πράγματα, πολύ πιο οικονομικά και φάγαμε street food στην ευρύτερη περιοχή.

Το Μεγάλο Παζάρι ή Καλυμμένη Αγορά (Kapalıçarşı), είναι μία από τις μεγαλύτερες καλυμμένες αγορές στον κόσμο. Ανήκει στο παλιό τμήμα της Κωνσταντινούπολης, καλύπτει έκταση περίπου 30.000 μ² και περιλαμβάνει περισσότερα από 3600 καταστήματα και 11 πόρτες. Μέσα στο Μεγάλο Παζάρι υπάρχουν εστιατόρια, σιντριβάνια, τζαμιά, σπίτια, τουρκικό λουτρό (το χαμάμ), γραφεία συναλλάγματος κλπ. Κατά την οθωμανική περίοδο στο Παζάρι ασχολούνταν όχι μόνο με το εμπόριο, αλλά και με τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες εργάστηκαν εδώ. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα το Παζάρι ήταν το κέντρο του εμπορίου σκλάβων.

Έφτασε όμως η ώρα να επισκεφτούμε το σημαντικότερο και πιο χαρακτηριστικό κτίσμα της Πόλης, την Αγιά Σοφιά, που στέκεται επιβλητική, εδώ και 1500 χρόνια, ως παγκόσμιο σύμβολο της ορθοδοξίας, παρά τις αλλαγές, που έχει υποστεί. Επισήμως αποκαλείται εκκλησία της Αγίας Σοφίας, αλλά είναι γνωστή και ως Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή απλά, η Μεγάλη Εκκλησία και αποτελεί έναν ιστορικό τόπο λατρείας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος λειτούργησε ως χριστιανικός ναός από το 537 μέχρι το 1453. Στη συνέχεια μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος και αργότερα (από το 1935) σε μουσείο. Από το 2020, έπειτα από την απόφαση του Τούρκου προέδρου, λειτουργεί και πάλι ως τζαμί.

Από το 537 (ο ομώνυμος ναός του 360, που είχε ανεγερθεί στο ίδιο σημείο, απαλλοτριώθηκε προς θεμελίωση του υπάρχοντος, αφού ο πρώτος κάηκε δύο φορές, η δεύτερη κατά τη διάρκεια της Στάσης του Νίκα) μέχρι το 1453 λειτουργούσε ως βυζαντινός χριστιανικός καθεδρικός ναός της πόλης, με εξαίρεση την περίοδο 1204–1261, κατά την οποία ήταν ρωμαιοκαθολικός ναός. Ανήκει στις κορυφαίες δημιουργίες της βυζαντινής ναοδομίας, όντας πρωτοποριακού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής συνθέσεως, καθώς επίσης και για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της, που ωστόσο υπέστη σοβαρές καταστροφές κυρίως από τους Τούρκους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» (ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας. Από το 1985, ανήκει στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Η επίσκεψη στο εσωτερικό του ναού, που πια δε θυμίζει σε τίποτα, την παλιά του δόξα, μας γέμισε θλίψη. Είχαμε ήδη δει τους μιναρέδες, που πλαισιώνουν το ναό εξωτερικά, καθώς και τη φωτεινή επιγραφή, που κρέμεται ανάμεσά τους και λέει, “ο Αλάχ είναι ο μοναδικός θεός”, αλλά η απογύμνωση του εσωτερικού από τις εικόνες, τα ψηφιδωτά (ελάχιστα διατηρούνται) και τα τέμπλα ήταν απογοητευτική. Ο ναός λειτουργεί πια ως τζαμί, η είσοδος των επισκεπτών επιτρέπεται μόνο στον πάνω όροφο (το ισόγειο είναι για τους προσκυνητές), το εισιτήριο κοστίζει 25 ευρώ ή 50 αν κάποιος θέλει να επισκεφθεί και το μουσείο και οι γυναίκες πρέπει να φορούν μαντήλι, για να εισέλθουν.

Η καλύτερη ώρα για να την επισκεφθείτε είναι αργά το απόγευμα, μετά τις 5, γιατί τότε έχει μικρότερη ουρά.

Όλα τα αξιοθέατα, με εισιτήριο, έχουν οδηγό με QR κωδικό, που σκανάρεις με το κινητό σου και διαβάζεις τις λεπτομέρειες. Αλλιώς μπορείς, αφήνοντας την ταυτότητά σου (ή διαβατήριο ή δίπλωμα οδήγησης), να πάρεις συσκευή με ακουστικά.

Για το τελευταίο βράδυ, επιλέξαμε να παρακολουθήσουμε ένα χαρακτηριστικό τουρκικό θέαμα και να δοκιμάσουμε και ναργιλέ. Οι Μεβλεβήδες ή Μεβλεβίτες δερβίσηδες (Mevlevi derviş) είναι ένα σουφικό τάγμα, μία ασκητική κοινότητα δηλαδή, του Ισλάμ οι οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια, πρεσβεύοντας ότι το ανθρώπινο πεπρωμένο εξαρτάται από την ανεξιχνίαστη θέληση του Θεού.

Ο στροβιλισμός του ανθρώπου γύρω από τον άξονα του σώματός του, ήταν από την αρχαιότητα, μια μέθοδος να ζαλιστεί και να «βγει η ψυχή από το σώμα». Όταν αυτό γίνεται μεθοδευμένα, μέσα από προκαθορισμένες θρησκευτικές τελετουργίες όπως η τελετή σεμά των δερβίσηδων, τότε επιδιώκεται απλώς επιπλέον να έρθει, μέσω της έκστασης, πιο κοντά στον Θεό. Οι σεμαζέν, όπως λέγονται οι στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες, εκτείνουν τα χέρια τους με την παλάμη τον δεξιού χεριού στραμμένη προς τα πάνω, ενώ η παλάμη του αριστερού χεριού είναι στραμμένη προς τα κάτω. Η ενέργεια εκ των άνω εισέρχεται στη δεξιά παλάμη, κυλά μέσα από to σώμα και περνά στη γη από την αριστερή παλάμη.

Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και με μια μυστικιστική ενέργεια. Το παρακολουθήσαμε στο Meşale Restaurant & Cafe, χωρίς έξτρα χρέωση, ενώ παράλληλα απολαμβάναμε το τσάι μας και τον ναργιλέ μας.

Την τελευταία μας μέρα, αποφασίζουμε να την περάσουμε στην περιοχή του Πέρα και στην Ίστικλαλ. Αφού πίνουμε τα καφεδάκια μας και τρώμε ένα πρωινό με τοπικά μπουρέκια στο Simit Sarayi, βολτάρουμε και παρατηρούμε για τελευταία φορά τους πλανόδιους πωλητές, τη Ferrari της αστυνομίας, που ποζάρει για τους τουρίστες, τις γάτες της Πόλης, που παριστάνουν τα μανεκέν, τα γκράφιτι και τα μικρά καφενεδάκια με τους σοφράδες.

Επισκεπτόμαστε την ρωμαιοκαθολική εκκλησία Άγιος Αντώνιος της Πάδοβας (Sent Antuan Kilisesi), τη μεγαλύτερη καθολική εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη. Το αρχικό κτίσμα ήταν του 1725, ενώ το σημερινό κτίσθηκε μεταξύ 1906 και 1912. Ο προαύλιος χώρος είναι ιδιαίτερος και κοσμείται με αγάλματα του πάπα και του εσταυρωμένου, ενώ το εσωτερικό είναι επιβλητικό και άριστα διατηρημένο.

Λίγο πιο πάνω στο Saray Muhallebicisi – Beyoğlu, δοκιμάζουμε δυο γλυκά τοπικά, που δεν τα έχουμε ξανακούσει. Το ένα, το ασουρέ (asure), γνωστό στους Τούρκους και ως το γλυκό του Νώε, είναι ένας γλυκός χυλός με σιτάρι, ξηρούς καρπούς, ξερά φρούτα, αλλά και όσπρια, όπως φασόλια και ρεβίθια. Και ξέρω ότι ακούγεται περίεργο, αλλά είναι πραγματικά πεντανόστιμο. Είναι επίσης ένα γλυκό το οποίο είναι διαδεδομένο και σε κάποια μέρη της Ελλάδας και φτιάχνεται παραδοσιακά της Αγίας Βαρβάρας, γι αυτό λέγεται και Βαρβάρα. Το άλλο λέγεται ταούκ κοκτσου (tavuk gogsu) είναι μια κρέμα μαστιχωτή με στήθος κοτόπουλου!, το οποίο έχει μαγειρευτεί πολλές ώρες και έχει διαλυθεί σε ίνες. Ήταν μια ιδιαίτερα απολαυστική εμπειρία, όσο κι αν πιστεύετε το αντίθετο. Για τα δυο γλυκά, έναν καφέ και ένα τσάι, πληρώσαμε 290 τουρκ.λίρες, περίπου 8 ευρώ.

Η βόλτα συνεχίζεται στα μαγαζιά που πουλάνε λουκούμια και γλυκά, μέχρι την ώρα του φαγητού, που το απολαμβάνουμε σε ένα μαγειρείο, όπως πολλοί ντόπιοι, στο Pehlivan Lokantasi.

Από εκεί παίρνουμε το λεωφορείο για να πάμε στη στάση μετρό, απ όπου θα πάμε στο αεροδρόμιο. Το εισιτήριο για το διώροφο λεωφορείο, που μας παρείχε θέα τουριστικού πούλμαν και του μετρό για το αεροδρόμιο ήταν 40 τουρκ.λίρες, περίπου 1,2 ευρώ. Και έτσι αποχαιρετούμε την Πόλη, με την ευχή να ξαναέρθουμε κάποτε.

Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι η Πόλη για εμάς, Istanbul για τους γείτονες και τον υπόλοιπο κόσμο, θα μπορούσε να είναι η πρωτεύουσα του κόσμου ή το Παρίσι της Ανατολής, όπως λένε. Αυτό που εισπράττεις καθώς την περιδιαβαίνεις είναι ένα πολύβουο πάντρεμα της Ευρώπης και της Ασίας. Είναι η πολυτέλεια, η φτώχεια, οι μαντίλες και το υψηλό γούστο, όλα μαζί σε μία ισορροπία. Είναι οι άπειροι μικροπωλητές και τα πανάκριβα αυτοκίνητα, είναι τα παζάρια και τα ακριβά μαγαζιά, τα δεκάδες τζαμιά, αλλά και το αιώνιο σύμβολο της Ορθοδοξίας, που στέκεται αγέρωχο, κόντρα στις πολιτικές ίντριγκες.

Και θα κλείσω με τα λόγια του Γιάννη Ξανθούλη, που νομίζω την περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο: “Πολύπαθη, πολύβουη, πολύμορφη, πανέμορφη, ελκυστικής ασχήμιας, αξεπέραστη, βασιλεύουσα, “Aziz Istanbul”, τελικά μία απ’ τις πέντε συγκλονιστικές πολιτείες που έστησαν οι άνθρωποι για να εμπαίξουν αναιδώς το Θείον δέος… και τα κατάφεραν.”  

1 σκέψη στο “Κωνσταντινούπολη”

Σχολιάστε