Μάρτιος 2022
Καθώς πλησίαζε το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας, ήταν έντονη η επιθυμία για μια εκδρομή λίγο πιο μακριά και με διανυκτέρευση. Η προηγούμενη χρονιά μας είχε αφήσει με μια πικρή γεύση, καθώς ήμασταν σε καραντίνα και οι μετακινήσεις περιορίζονταν σε πολύ στενά πλαίσια. Οπότε φέτος, νοιώθαμε την ανάγκη για κάτι διαφορετικό.
Έτσι ξεκινήσαμε το Σάββατο το πρωί για την Πύλη Τρικάλων, με φίλους αυτή τη φορά, όπου είχαμε κλείσει να μείνουμε για όλο το τριήμερο, με σκοπό να κάνουμε και μικρές εκδρομές τριγύρω (around λέμε).
Στο δρόμο μας συναντήσαμε το πρώτο, απρόοπτο αξιοθέατο, το μνημείο του Υψώματος 731, που αναφέρεται σε μία από τις πιο κρίσιμες μάχες του Ελληνοϊταλικού πολέμου, κράτησε 15 μέρες (9-24 Μαρτίου 1941) και έληξε με επικράτηση των Ελλήνων. Το μνημείο είναι επιβλητικό, βρίσκεται στο δρόμο προς τα Τρίκαλα και εντυπωσιάζει με τον όγκο του, σε ένα έρημο και μεγάλο χωράφι! Λέω απρόοπτο, γιατί δεν γνωρίζαμε την ύπαρξή του και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη!
Φτάσαμε στον προορισμό μας περίπου το μεσημέρι, αφήσαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας, με κύριο στόχο αρχικά, το φαγητό!
Κινηθήκαμε λοιπόν προς την Ελάτη, πολύ γνωστό χειμερινό προορισμό, όπου σίγουρα θα βρίσκαμε περισσότερες επιλογές σε εστιατόρια. Ο καιρός ήταν μάλλον βροχερός και στην Ελάτη το κρύο ήταν αρκετά έντονο. Επισπεύσαμε την επιλογή μας, καταλήγοντας σε ένα εστιατόριο, που μας είχαν συστήσει, γιατί έπιασε βροχή και έτσι δεν είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε βόλτα στην περιοχή, η οποία ήταν γεμάτη κόσμο.
Όσο εμείς απολαμβάναμε το φαγητό μας στην “Πανσέλοινο”, έξω άρχισε να χιονίζει και μια ώρα αργότερα το είχε ήδη στρώσει παντού και φυσικά, στο στενό που είχαμε παρκάρει. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να βάλουμε αλυσίδες, γιατί καθάριζαν τους δρόμους συνέχεια, αλλά δεν είδαμε τίποτε άλλο από την Ελάτη, πέρα από τον πεζόδρομο με τα εστιατόρια και τα καφέ. Από όσο είδαμε και με το αυτοκίνητο, είναι μια μικρή, γραφική πόλη, που συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό επισκεπτών.
Επιστρέψαμε στη βάση μας και αφού έβρεχε και δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, ήπιαμε έναν ωραίο καφέ σε ένα τοπικό μαγαζί, το Door και περάσαμε το βράδυ μας στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει, με συντροφιά το τζάκι.
Την επόμενη μέρα ο καιρός ήταν καλύτερος και ξεκινήσαμε την εξόρμησή μας από τα γεφύρια που ανήκουν στο δήμο Πύλης.
Η Πύλη είναι μια μικρή, γραφική κωμόπολη περίπου 6000 κατοίκων, χτισμένη στους πρόποδες των βουνών Κόζιακας και Ίταμος, που έχει απ όλα. Τράπεζα, ταχυδρομείο, πυροσβεστική, αστυνομία και το δημαρχείο του ομώνυμου δήμου! Ανάμεσα στα δυο βουνά σχηματίζεται ένα άνοιγμα, μια φυσική πύλη, πέρασμα από το θεσσαλικό κάμπο στη Νότια Πίνδο, που δίνει στην πόλη την ονομασία της. Εδώ κυλάει ο ποταμός Πορταϊκός, ο οποίος εκβάλλει στον Πηνειό, δίνοντας ζωή στις καλλιέργειες των γύρω περιοχών. Οι όχθες του ενώνονται με συνολικά πέντε γέφυρες. Η παλαιότερη είναι η μονότοξη Γέφυρα του Αγίου Βησσαρίωνα, κατασκευασμένη το 1514, σύμβολο της πόλης.
Αυτή ήταν και η πρώτη μας στάση, σε αυτό το γεφύρι, το οποίο στέκει επιβλητικό και αγέρωχο όλα αυτά τα χρόνια. Εκτός από το ποτάμι, που κυλάει κάτω από το γεφύρι, νερά τρέχουν από παντού τριγύρω από το βράχο, που βρίσκεται από τη μία μεριά του ποταμού. Το γεφύρι είναι πολύ ωραία διατηρημένο και ο γύρω χώρος είναι περιποιημένος, με αρκετούς επισκέπτες. Το βράδυ δε, γιατί το επισκεφθήκαμε και βράδυ, φωτίζεται πολύ όμορφα!
Λίγο πιο κάτω βρίσκεται και ένας μικρός καταρράκτης που έχουμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε, καθώς βρίσκεται στο δρόμο μας! Έχει έναν πολύ όμορφα διαμορφωμένο χώρο τριγύρω και κάποτε πρέπει να λειτουργούσε κάποιο εστιατόριο εκεί. Όταν πήγαμε εμείς πάντως ήταν όλα έρημα!
Συνεχίζουμε τη βόλτα μας ανηφορίζοντας το βουνό και φτάνουμε στο Ροποτό. Το Ροποτό είναι ένα χωριό των Τρικάλων, πολύ γνωστό, όχι όμως λόγω των αξιοθέατων που έχει. Είναι γνωστό ως το χωριό που βουλιάζει ή χωριό φάντασμα. Ήταν ο τόπος κατοικίας περίπου 300 οικογενειών, όταν το 2012 μετά από μια μεγάλη καθίζηση που έγινε στο έδαφος, εγκαταλείφθηκε σχεδόν από όλους τους κατοίκους του. Οι ελάχιστοι που έχουν απομείνει (δημιουργώντας μας την απορία αν φοβούνται την περαιτέρω υποχώρηση του εδάφους), προσπαθούν να ζήσουν, όσο καλύτερα μπορούν.
Η εικόνα είναι θλιβερή και ταυτόχρονα εντυπωσιακή! Τα σπίτια και η εκκλησία, που βρίσκονται από την κάτω μεριά του δρόμου, έχουν πάρει μια αρκετά μεγάλη κλίση και όταν στέκεσαι απέναντι τους, ο εγκέφαλος μπερδεύεται και νιώθεις έναν ίλιγγο! Κάποιοι, με λίγη προσπάθεια μπαίνουν στην γερμένη εκκλησία, η οποία κατά τα άλλα φαίνεται να διατηρείται σε άριστη κατάσταση, και το θέαμα είναι πολύ περίεργο, καθώς στην προσπάθειά τους να σταθούν όρθιοι, φαίνονται να γέρνουν αισθητά. Μοιάζουν σαν να κάνουν τις χορευτικές φιγούρες του Μάικλ Τζάκσον στο Θρίλερ!
Προχωράμε στην επόμενη στάση μας, που είναι ο καταρράκτης της Παλαιοκαρυάς και το ομώνυμο γεφύρι! Πρόκειται για ένα εκπληκτικό γεφύρι με δύο τεχνητούς καταρράκτες το οποίο βρίσκεται εκεί από τον 16ο αιώνα. Μια κατασκευή σπουδαίας αρχιτεκτονικής της εποχής. Μονότοξο με συνολικό μήκος τα 26 μέτρα, στέκεται επιβλητικό και μαγνητίζει το βλέμμα του επισκέπτη. Ο καταρράκτης που βρίσκεται πίσω από το γεφύρι και συμπληρώνει το ειδυλλιακό σκηνικό έχει ύψος 12 μέτρα. Ακριβώς μπροστά του υπάρχει άλλος ένας μικρότερος, ύψους μόλις 2 μέτρων. Η εικόνα του νερού που πέφτει από τους τεχνητούς καταρράκτες σε καθηλώνει και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Παρόλο που ξεκίνησε να ψιχαλίζει, σε κανέναν δεν έκανε καρδιά να φύγουμε! Το τοπίο είναι μαγευτικό και η φύση γεμίζει την ψυχή σου γαλήνη και ηρεμία!
Στην επιστροφή σταματάμε σε διάφορα σημεία του δρόμου, για να απολαύσουμε τη θέα των χιονισμένων βουνών, των ελάτων που στέκονται αγέρωχα και των τρεχούμενων νερών, που υπάρχουν παντού γύρω μας.
Κάνουμε μια στάση στο Μουζάκι, ένα χωριό, που έγινε γνωστό από τις καταστροφικές πλημμύρες της προηγούμενης χρονιάς, περνάμε από τα μοναστήρια, που βρίσκονται έξω από αυτό και αφήνουμε για την επόμενη φορά την επίσκεψη στη σπηλιά, όπου γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης.
Ποτάμια, ρυάκια, μικροί καταρράκτες και άφθονη βλάστηση, είναι οι εικόνες που μαζεύουμε. Και φυσικά γέφυρες, όπως μία που συναντάμε και μας ξενίζει με την αρχιτεκτονική της, καθώς δεν έχει καμία σχέση με τα πέτρινα γεφύρια, που έχουμε δει ως τώρα, αλλά ούτε και με τις γνωστές σύγχρονες, τσιμεντένιες γέφυρες. Αργότερα μάθαμε ότι λέγεται γέφυρα Κονδύλη!
Νερά έτρεχαν παντού!
Η διαδρομή προς τον επόμενο προορισμό μας ήταν υπέροχη και η καλλιτεχνική ταμπέλα στην είσοδο του Κεραμαριού, μας δημιούργησε προσδοκίες για το χωριό που πηγαίναμε, οι οποίες επαληθεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο.
Το Κεραμαριό είναι ένας συνοικισμός του χωριού Δρακότρυπα και βρίσκεται μέσα σε ένα ελατόδασος, τριγυρισμένο από πηγές.
Σε αυτόν το συνοικισμό λοιπόν, σε περίπου τριάντα στρέμματα και ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, υπάρχει το ομώνυμο συγκρότημα οκτώ κατοικιών, η αρχιτεκτονική των οποίων, εκτός του ότι είναι βασισμένη στην τοπική ποταμίσια πέτρα και το ξύλο, χρησιμοποιεί τα δέντρα με έναν άκρως πρωτότυπο τρόπο. Η είσοδος της κάθε κατοικίας είναι όπως το εσωτερικό ενός δέντρου, ενώ δίνεται η εντύπωση στον επισκέπτη ότι ολόκληρη η οροφή στηρίζεται σε αυτό. Επίσης, τα τραπέζια, τα καθιστικά και τα τζάκια των σπιτιών, είναι φτιαγμένα από κορμούς δέντρων, δημιουργώντας έτσι μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα ξύλου και πέτρας που εναρμονίζεται πλήρως με το πλούσιο φυσικό περιβάλλον. Το δε κάσωμα των παραθύρων είναι επίσης φτιαγμένο από φυσικά δαχτυλίδια, βγαλμένα από τους κορμούς. Δυστυχώς δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε το εσωτερικό κάποιου από τα σπιτάκια αυτά, καθώς ήταν όλα νοικιασμένα και όλες οι λεπτομέρειες προέρχονται από φωτογραφίες που είδαμε στο ίντερνετ. Εξωτερικά όμως είναι πανέμορφα και σίγουρα ιδιαίτερα. Λέγεται μάλιστα και χωριό των Φλίνστοουνς (όσοι βλέπατε τη σειρά κινουμένων σχεδίων με τους προϊστορικούς ανθρώπους, θα καταλάβετε).
Στον περιβάλλοντα χώρο έχει δημιουργηθεί μια χαμηλή πισίνα στο ίδιο αρχιτεκτονικό μοτίβο που πλαισιώνεται από γκαζόν και πέτρινα μονοπάτια. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται μία υπέροχη ταβέρνα στο ίδιο στυλ, με καταπληκτικό φαγητό και εξαιρετικές τιμές.
Όλο αυτό το εγχείρημα ανήκει στον Δημήτρη Σταμούλη, ο οποίος, αφού ξενιτεύτηκε για αρκετά χρόνια, επέστρεψε στη γενέτειρά του και πραγματοποίησε το όραμα του. Το συγκρότημα κατοικιών λειτουργεί από το 2006.
Μία όμως εκδρομή και ιδιαίτερα όταν γίνεται τις απόκριες, εκτός από τις φυσιολατρικές εξορμήσεις, πρέπει να έχει και λίγη διασκέδαση. Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, φτάνουμε στην πόλη των Τρικάλων. Κάνουμε τη βόλτα μας στο Ληθαίο ποταμό και στις φωταγωγημένες γέφυρες και συνεχίζουμε στους πεζόδρομους, όπου καθόμαστε να πιούμε το ποτό μας. Η πόλη είναι ζωηρή και γεμάτη κόσμο, αλλά δεν βλέπουμε κάτι αποκριάτικο. Εκτός από ένα μαγαζί, που λέει για αποκριάτικο ξεφάντωμα, αλλά γίνεται σε εσωτερικό χώρο και με αρκετό κόσμο, οπότε αποφασίζουμε να το αποφύγουμε, τίποτε άλλο στην πόλη δεν θυμίζει απόκριες. Όπως και να έχει, εμάς αυτό δεν μας εμποδίζει, να διασκεδάσουμε και να απολαύσουμε τη βραδιά μας.
Η επόμενη μέρα ξεκινά με βόλτα στην Κρεμαστή Γέφυρα της Πύλης και από κει στην τεχνητή λίμνη της περιοχής, με σκοπό να πετάξουμε χαρταετό, καθώς είναι πια Καθαρή Δευτέρα. Η λίμνη είναι πολύ όμορφη και οι πάπιες που κολυμπούν είναι μια ωραία πινελιά, αλλά μας λείπει ο αέρας για να πραγματοποιηθεί ο στόχος μας, οπότε εγκαταλείπουμε την προσπάθεια και αποχωρούμε.
Ο δρόμος μας φέρνει πάλι στην πόλη των Τρικάλων, για να τη δούμε και με το φως της ημέρας. Αυτή τη φορά δεν κινούμαστε προς τον πεζόδρομο, αλλά προς την άλλη πλευρά του ποταμού, όπου βρίσκεται η παλιά πόλη, το Βαρούσι. Η ονομασία “Βαρούσι” χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρο το Βαλκανικό χώρο, χαρακτηρίζοντας οικισμούς που αναπτύχθηκαν έξω και γύρω από κάποιο κάστρο, όπως συμβαίνει κι εδώ και μάλλον σημαίνει προάστιο (στα τούρκικα ή στα ουγγρικά). Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ήταν η ελληνική συνοικία και μετέπειτα έγινε η αριστοκρατική περιοχή της πόλης. Σήμερα είναι στο σύνολό της διατηρητέα, με ένα μεγάλο αριθμό παλιών κτηρίων από την εποχή της τουρκοκρατίας να σώζεται μέχρι σήμερα. Στη συγκεκριμένη συνοικία βρίσκονται οι περισσότερες και παλαιότερες εκκλησίες της πόλης, οι οποίες βρίσκονται χτισμένες πολύ κοντά η μία στην άλλη.
Κάνουμε τη βόλτα μας στα στενά (όπου σκότωσαν το Σακαφλιά, σύμφωνα με το τραγούδι) και απολαμβάνουμε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και την ησυχία της περιοχής. Σιγά σιγά ανηφορίζουμε προς το φρούριο και επισκεπτόμαστε τον πύργο του ρολογιού, που μας προσφέρει θέα σε όλη την πόλη.
Το φρούριο χτίστηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον 6ο αιώνα μ.Χ., στα ερείπια της ακρόπολης της αρχαίας Τρίκκης. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας επισκευάστηκε από τους Τούρκους και χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό. Γύρω από τα τείχη υπήρχε ένα υπέροχο ξύλινο μονοπάτι, που έδινε τη δυνατότητα στον επισκέπτη να κάνει τον κύκλο των τειχών. Δυστυχώς αυτή τη φορά ήταν κλειστό για επισκευές, αλλά εμείς είχαμε την ευκαιρία να το περπατήσουμε σε προηγούμενη επίσκεψή μας. Μέσα στο χώρο των τειχών, υπάρχει τεράστιος χώρος αναψυχής, λιμνούλα με συντριβάνια και καφέ – εστιατόριο.
Και φυσικά ο πύργος του Ρολογιού, ύψους 33 μέτρων. Το πρώτο ρολόι τοποθετήθηκε από τους Τούρκους τον 17ο αιώνα μαζί με μια καμπάνα βάρους 650 κιλών, το οποίο το 1936 αντικαταστάθηκε με ένα καινούργιο. Η θέα από το τελευταίο επίπεδό του είναι μοναδική ενώ στο εσωτερικό του λειτουργεί φωτογραφική έκθεση με θέμα την ιστορία της πόλης. Στον περιβάλλοντα χώρο τέλος υπάρχει και υπαίθριο θέατρο, στο οποίο τα καλοκαίρια πραγματοποιούνται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Από εκεί κατηφορίζουμε πάλι μέσα στην παλιά πόλη, στην περιοχή Μανάβικα, όπου υπάρχουν πολλά εστιατόρια και καφέ (μετά από υπόδειξη του φύλακα του πύργου, αφού τον ρωτήσαμε πληροφορίες) και καθόμαστε να απολαύσουμε το σαρακοστιανό μας γεύμα, σε ένα ωραιότατο μαγαζί.
Μετά από όλα αυτά, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, με μια μικρή στάση για καφέ. Έτσι ολοκληρώνεται ένα υπέροχο τριήμερο, που μας γέμισε όμορφες εικόνες και γλυκές αναμνήσεις.