Μία εκδρομή που σχεδιάζαμε να κάνουμε εδώ και πολύ καιρό, σε ένα μνημείο που μας είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, μέσα από τις φήμες που κυκλοφορούν, ότι πρόκειται για ένα μνημείο που περιστρέφεται αργά, γύρω από τον άξονά του.
Επειδή όμως μετά την καραντίνα, δεν είχαμε κάνει κάποια εκδρομή, είπαμε να το συνδυάσουμε με άλλη μία επίσκεψη, σε έναν θαυμαστό αρχαιολογικό χώρο και να την μετατρέψουμε σε διήμερη απόδραση.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, μάλλον αργά το πρωί για τον αρχικό μας προορισμό. Βγαίνοντας από την εθνική και μπαίνοντας στην επαρχιακή οδό, το τοπίο αλλάζει και αρχίζουμε να νιώθουμε ότι ταξιδεύουμε. Ο δρόμος έχει τη χαρακτηριστική στενότητα του επαρχιακού δικτύου και τα δέντρα δεξιά κι αριστερά ενώνονται σε αρκετά σημεία, δημιουργώντας αψίδες σκιάς.
Ο καιρός είναι κάπως περίεργος και ενώ είναι σχεδόν μέσα Ιουνίου και κάνει αρκετή ζέστη, έχει λίγο συννεφιά και σε κάποια σημεία ψιχαλίζει. Παρόλα αυτά, δεν χάνουμε την ευκαιρία να δροσιστούμε στην πηγή που συναντάμε.
Ανηφορίζουμε λοιπόν στο όρος Κωτίλο, μάλλον από τη λάθος μεριά, γιατί ο δρόμος είναι αρκετά στενός για αρκετή απόσταση και γίνεται και χωματόδρομος σε κάποια σημεία, αλλά στα 1130 μ. υψόμετρο φτάνουμε στην παλιά είσοδο του αρχαιολογικού χώρου.
Από το πάρκινγκ, αντικρίζουμε επιβλητικό αν και παράταιρο το στέγαστρο, που έχει τοποθετηθεί προσωρινά και για όσο διαρκούν οι εργασίες αναστήλωσης του ναού. Από ότι πληροφορούμαστε, επίτηδες έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο στέγαστρο-τέντα για να δηλώνει ακριβώς την προσωρινότητα του, σε σχέση με τη μονιμότητα του μνημείου.
Η διαφορά στη θερμοκρασία, λόγω του υψομέτρου και της επερχόμενης βροχής, είναι αισθητή.
Μπαίνοντας, αισθανόμαστε δέος από το μέγεθος και την πληρότητα του ναού. Είναι άλλωστε ένα από τα καλύτερα σωζόμενα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας. Χτίστηκε το 420-400 π.Χ από τον Ικτίνο, τον οποίον κάλεσαν οι Φιγαλείς, αφού εντυπωσιάστηκαν από τον Παρθενώνα.
Από το οπτικοακουστικό υλικό μαθαίνουμε ότι ο ναός του Απόλλωνα στο ιερό των Βασσών συνδυάζει με ιδιοφυή τρόπο τα αρχαϊστικά στοιχεία της τοπικής θρησκευτικής παράδοσης με τις τολμηρές ανανεωτικές ιδέες του δημιουργού του. Είναι δωρικός περίπτερος με διαστάσεις 14,48 x 38,24 και προσανατολισμό από Βορρά προς Νότο.
Η μεγάλη πρωτοτυπία του έγκειται στο εσωτερικό του. Οι κίονες στις μακριές πλευρές, εκφύονται από τους τοίχους και απολήγουν σε ιωνικούς ημικίονες με ιδιότυπα κιονόκρανα και βάσεις. Απέναντι από την είσοδο, ο ελεύθερος κίονας, έφερε το πρώτο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, κορινθιακό κιονόκρανο. Η κιονοστοιχία στήριζε ιωνικό θριγκό με ανάγλυφη ζωφόρο μήκους 31 μ. και οι 23 πλάκες της, με σκηνές αμαζονομαχίας και κενταυρομαχίας, που από το 1814 βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο!
Πίσω από τον κορινθιακό κίονα, διαμορφώνεται ένας μικρός χώρος, με μια πόρτα προς το ανατολικό πτερό. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν καινοτομίες, που επηρέασαν την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής τους επόμενους αιώνες.
Ο ναός είναι χτισμένος από τοπικό ασβεστόλιθο και σ αυτό οφείλεται κατά ένα ποσοστό η φθορά του. Μαρμάρινα ήταν τα κιονόκρανα του σηκού, μέρη της οροφής και ο γλυπτός διάκοσμος.
Η ερείπωση άρχισε από τα ρωμαϊκά χρόνια, πρώτα από τους ανθρώπους και ύστερα από τους σεισμούς.
Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές. Το 1902 έγινε συστηματική ανασκαφή της περιοχής από την πρώτη Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών και το 1975 δημιουργήθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού.Από το 1982 το ΥΠΠΟ έχει αναλάβει την συντήρηση και την προστασία του μνημείου, που ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986.
Όλα τα μέρη του ναού, αφαιρούνται με γερανογέφυρα και τεράστια προσοχή, συντηρούνται και αφού ενισχυθεί η βάση, που είχε υποχωρήσει, λόγω της ποιότητας του υλικού, επανατοποθετούνται με τον ίδιο τρόπο. Επίσης έχουν τοποθετηθεί σιδερένια ικριώματα που συγκρατούν τους κίονες και τα κιονόκρανα.
Στον περιβάλλοντα χώρο βρίσκονται διάσπαρτα κομμάτια του ναού, τα οποία θα επανατοποθετηθούν στο κτήριο, όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες αναστήλωσης.
Σήμερα ο ναός διατηρείται στη μορφή που έλαβε με τις εργασίες αναστήλωσής του από την αρχαιολογική Εταιρεία στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Η αίσθηση που σου αφήνει, η επίσκεψη σ αυτόν το ναό, είναι μεγαλειώδης. Είναι από τα λίγα μνημεία που έχουμε δει, που είναι ξεκάθαρη η εικόνα που είχαν όταν δημιουργήθηκαν. Και παρόλο που ακόμα έχει αρκετή δουλειά, εντυπωσιάζει η λεπτομέρεια της κατασκευής σε οικοδομήματα τέτοιου όγκου.
Σημειώνεται ότι η σωστή ορθογραφία της λέξης “επικούριος” είναι με “ι” και όχι “επικούρειος”, καθώς προέρχεται από το ότι στην αρχαιοελληνική μυθολογία ο Απόλλωνας είχε επικουρήσει την περιοχή και όχι από τον Επίκουρο και τους επικούρειους.
Εντύπωση μας έκανε το γεγονός, ότι δεν υπήρχε καμία φύλαξη και καμία ενημέρωση. Πήραμε τα εισιτήρια και κινούμασταν μέσα και γύρω από το προστατευτικό κάλυμμα χωρίς έλεγχο.
Φεύγοντας, κατεβήκαμε από το δρόμο προς Ανδρίτσαινα, που είναι πολύ πιο εύκολος και στρωτός. Έξω από τη Φιγαλεία, είδαμε και την Αρχαία Κρήνη (τέλος 4ου με αρχές 3ου π.Χ αι), που ανασκάφτηκε το 1927 και η αρχική της μορφή ήταν πολύ εντυπωσιακή. Μπροστά στα ερείπια της κρήνης, δεσπόζει ένας τεράστιος πλάτανος, που σύμφωνα με την επιγραφή, φυτεύτηκε το 1926!
Επόμενος προορισμός μας το Θολό, ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου θα διανυκτερεύαμε. Όμως αυτό θα ήταν πολύ εύκολο και μάλλον παράξενο για μας, που σχεδόν ποτέ, δεν έχουμε πάει κατευθείαν στον αρχικό μας προορισμό.
Έτσι κι αυτή τη φορά, η αιτία της αλλαγής πορείας ήταν όπως πάντα μια πινακίδα. Και αλήθεια πως μπορείς να αφήσεις να περάσει απαρατήρητη μια πινακίδα που λέει καταρράκτες Νέδας;
Η Νέδα, είναι το πιο γνωστό θηλυκό ελληνικό ποτάμι και αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας.
Ακολουθούμε λοιπόν τις πινακίδες και το δρόμο που από ένα σημείο και μετά γίνεται χωματόδρομος, αλλά βατός και φτάνουμε σε ένα πλάτωμα με μια καντίνα (κλειστή, τουλάχιστον όταν πήγαμε εμείς) και ένα όμορφο πέτρινο γεφύρι. Στο πλάι διακρίνεται μια μικρή ροή νερού που καταλήγει στην κοίτη του ποταμού.
Ξεκινάμε να ανεβαίνουμε ένα μονοπάτι στενό, που σύμφωνα με τις ταμπέλες, οδηγεί στον καταρράκτη.
Το μονοπάτι είναι βατό, ελαφρώς ανηφορικό και σε κάποια σημεία έχει και διαμορφωμένα σκαλιά. Προχωρώντας γίνεται λίγο επικίνδυνο, καθώς στενεύει, έχει πέτρες που γλιστράνε, βρίσκεται στην άκρη του ¨γκρεμού” και γίνεται κατηφορικό. Με αρκετή προσοχή όμως και λίγη καλή θέληση, φτάνουμε στον καταρράκτη, σε 15 λεπτά περίπου.
Το τοπίο είναι μαγευτικό, όπως και όλη η διαδρομή και στη βάση του καταρράκτη δημιουργείται μια μικρή λίμνη, όπου μπορείς να κολυμπήσεις.
Περνάμε τη μεταλλική γέφυρα και προχωράμε λίγο. Καθόμαστε κάτω από τη γέφυρα και παρατηρούμε το νερό να πέφτει από ψηλά και να συνεχίζει την πορεία του. Χαλαρώνουμε και απολαμβάνουμε το μεγαλείο της φύσης. Λίγο πιο πέρα μια οικογένεια γάλλων, με ένα αγοράκι κάνουν το ίδιο. Ακούμε μόνο τον ήχο του νερού και τα πουλιά. Χάνουμε την αίσθηση του χρόνου και όλα είναι τόσο όμορφα, όσο και το τοπίο γύρω μας. Απόλαψη που έλεγαν και τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά!
Συνεχίζεται…